Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Τα διαβατάρικα πουλιά...

Γράφει η Έφη Παναγοπούλου

Με διαβατάρικα πουλιά, έρωτα να μην πιάνεις,
γιατί είναι διαβατάρικα και γρήγορα τα χάνεις.
Ένα τέτοιο όμορφο πουλί, με ωραία φτερά, μεγαλεπήβολα και ωραία χρώματα, ήταν και εκείνος που βρέθηκε στον δρόμο της.
Σ’εκείνο το μονοπάτι της ζωής της που είχε ανάγκη να γραπωθεί από κάτι για να μη νιώθει μόνη.
Τη βρήκε απροετοίμαστη.
Δεν είχε φορέσει τα καλά της ρούχα, ούτε είχε κατεβάσει τα πορσελάνινα σερβίτσια της, να τον σερβίρει όπως του έπρεπε, όμως εκείνος έδειχνε να μην τον νοιάζει τίποτα απ’όλα αυτά.

Εκείνος απλά σταμάτησε να ξαποστάσει, να δαμάσει την δίψα του κι αν τυχόν του άρεσε η παρέα της, θα καθόταν κι άλλο.

Κι έμεινε.

Οι στιγμές που πέρναγαν μαζί, ήταν συγκλονιστικές.
Αυτή του παρείχε ασφάλεια, στοργή και φροντίδα.
Αυτός δεν μπορούσε να συγκρατήσει την χαρά του, τα μάτια του πέταγαν σπίθες και το γέλιο του, ήταν μουσική στ’αυτιά της, όπως ήταν και η φωνή της στα δικά του.
Γευτήκαν και οι δύο μια δόση παραδείσου.
Ζήσαν τ’ονειρικό παραμύθι, αυτό που δεν μπαίνει σε καλούπια, αυτό που ζεις τη στιγμή και δεν σκέφτεσαι τι θα ξημερώσει το αύριο ή τι θα σου φέρει στον δρόμο η μοίρα.
Δεν τους ένοιαζε τι γινόταν έξω από τον παραμυθένιο κόσμο τους.
Ήταν σαν να ζούσαν ο ένας για τον άλλο.
Σαν να έπαιρνε ζωή ο ένας από την χαρά του άλλου.

Μα η χαρά δεν αρκούσε..

Τα ωραία του φτερά, μετά από λίγο καιρό, άρχισαν να μαραζώνουν και τα χρώματα τους να ξεθωριάζουν.
Δεν ήθελε να την πληγώσει αλλά ούτε και μπορούσε να μείνει άλλο στο ίδιο μέρος.

Οι μεγάλοι έρωτες άλλωστε, είναι ασυμβίβαστοι.

Ο έρωτάς τους ήταν ένα όλα ή τίποτα.
Έζησαν το όλα δυνατά αλλά ήρθε ο καιρός του τίποτα κι έπρεπε να φύγει.
Ήταν η ώρα να κάνει το επόμενο ταξίδι του.
Δεν χρειάστηκε να της πει κάτι, δεν χρειάστηκε να δικαιολογηθεί.
Κατάλαβε από μόνη της και τον άφησε από τα χέρια της, εκείνα τα χέρια που τον κράταγαν σφιχτά, του άνοιξε την πόρτα και του έδειξε τον δρόμο, γλυκά.

Κρατήθηκαν για τελευταία φορά αγκαλιά και μετά τον έβλεπε να απομακρύνεται σαν διαβατάρικο πουλί στον ουρανό.

Δεν λυπήθηκε στιγμή, μόνο χαρά ένιωθε που έζησε αυτή τη μαγεία.
Ήξερε ότι θα είναι πάντα μέσα της, κομμάτι δικό της.
Ούτε αυτός όμως λυπήθηκε κι ας ήξερε πως δεν θα ξαναβρεί άλλη σαν εκείνη.
Μόνο χάρηκε για όσα έζησε.
Ήξερε ότι θα είναι πάντα μέσα του, κομμάτι δικό του.


Πηγή
http://loveletters.gr