Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

Yπάρχουνε κι όμορφα καραβάκια που έχουν κότσια...

Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος

Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό ένα μικρό καράβι, που όμως έμενε αταξίδευτο…
Ήτανε μια μικρή βαρκούλα, που όλο κοίταγε το πέλαγος, αναστέναζε κι έμενε παραπονεμένη.

Λαχτάραγε που λέτε η ψυχή της να ξανοιχτεί στη θάλασσα, μα δεν την άφηναν τα πρέπει, οι δήθεν καπετάνιοι της κι όσοι επίτηδες της κρύβαν τα πανιά.
Ήταν σας λέω ένα όμορφο σκαρί, που δεν του το ΄χες, όμως εκείνο για τα δύσκολα είχε γεννηθεί. Που δεν το τρόμαζαν οι άνεμοι, οι φουρτούνες και τα κύματα. Που δεν την άντεχε την αταξίδευτη ζωή.
Ήτανε κάποτε ένα πανέμορφο χάρτινο κι ολόλευκο βαρκάκι, που είχε μια ολόλευκη κι ατίθαση ψυχή!

Μια μέρα απ΄ τις πολλές, που έστεκε δακρυσμένη στον γιαλό της, την πλησίασε ένας γλάρος και την ρώτησε με φωνή ανθρώπινη…
– Γιατί έχεις στεναχώρια καραβάκι μου μικρό;
– Γιατί με γέλασαν οι στεριανοί και μου είπανε ότι είναι σπουδαίοι καπετάνιοι. Γιατί μου έταξαν ταξίδια μακρινά, κι αντί για ταξίδια, με αφήσαν να σαπίζω στο λιμάνι. Γιατί μου λέγανε πως θα με πάνε να δω τις ομορφιές του κόσμου, κι εν τέλει, με έδεσαν σε κάβους μοναξιές, σε άγκυρες σκοτάδια και με ατίμασαν.
– Που θες να πας ατίθασο βαρκάκι;
– Οπού έχει αγάπη, οπού έχει φως, οπού έχει βάρκες σαν κι εμένα που αγαπάνε τα ταξίδια, κι οπού έχει ταξιδιάρικες ψυχές να μου ταιριάζουν.
– Και τι θα κάνεις καημένη μου για αυτό; Είσαι μικρή και θαρρώ πως δεν μπορείς να κάνεις κάτι…

– Είμαι μικρή γλάρε μου, έχεις δίκιο, κι όλοι οι ανόητοι κοιτούν το μέγεθος μου κι όχι το πόσα μεγάλα είμαι ικανή να κάνω.
Είμαι μικρή για να χωράω μονάχα τους καλούς μου κι όχι τους ότι να ΄ναι. Είμαι μικρή, μα η θέληση μου είναι πάρα πολύ μεγάλη. Είμαι μικρή, για αυτό μπορώ και να με κουμαντάρω.

– Το λέει η καρδούλα σου και μου φαίνεσαι λιγάκι ξεροκέφαλη!

– Να το θυμάσαι γλάρε, θα σηκωθώ ένα πρωί, θα βάλω μέσα τους λιγοστούς πολύτιμους μου, τους ακριβούς μου, τα όνειρα μου που μου τα αφήσανε μισά, την περηφάνια μου που μου την έχουν σακατέψει, όμως δεν μπόρεσαν ποτέ να μου την σκοτώσουν και θα αρμενίσω ελεύθερη.
Θα σηκωθώ αχάραγα μια μέρα, θα σκουπίσω τα δάκρυα μου, θα πω στον ήλιο να μου φέξει την πορεία, θα απαιτήσω από τον άνεμο να μου φτιάξει μια μπουνάτσα, θα ορθώσω ανάστημα στην θάλασσα και θα της ζητήσω να με οδηγήσει στην αγάπη που τόσο μου έχει λείψει, και θα τους παρατήσω τους ψευτοκαπετανέους.

Να το θυμάσαι ετούτο που σου λέω, εγώ ώσπου να βρω έναν άξιο καπετάνιο, θα γίνω καπετάνιος του εαυτού μου και θα με πάρω από ετούτα τα βρόμικα νερά, θα πάω εκεί που ανήκω, στις όμορφες γαλάζιες και καθάριες θάλασσες μου.

– Να το κάνεις τότε βαρκούλα μου κι εγώ θα περιμένω και θα σε αγναντεύω από ψηλά.
Κι όταν θα φτάσει εκείνη η μέρα που θα δω να ξανοίγεσαι στη θάλασσα, θα χαμηλώσω και θα συνοδεύσω το ταξίδι σου ως το τέλος. Θα φτερουγίζω από πάνω σου και θα σου φωνάζω “μπράβο σου”, για να μην νιώθεις μόνη, θα ανοίγω τα φτερά μου για να σε προστατεύω απ΄ τους κινδύνους, ώσπου να δέσεις στο λιμάνι της αγάπης.

Κι ύστερα, θα πάρω σβάρνα όλους τους ουρανούς και θα το διαλαλήσω, πως υπάρχουνε μικροί στο μέγεθος, που είναι όμως πλασμένοι για τα μεγάλα.
Πως υπάρχουνε κι όμορφα καραβάκια που έχουν κότσια, που δεν θέλουνε στα λόγια καπετάνιους, καπετάνιοι είναι μόνα τους, μα αν τύχει και βρουν στην στράτα τους κανέναν άξιο, του εμπιστεύονται για πάντα το τιμόνι.
Πως σταύρωσα κάποτε κι εγώ με ένα σκαρί πανέμορφο, που έκανε ένα πολύ μακρύ ταξίδι, κι όταν έδεσε στης αγάπης το λιμάνι, η λέξη “πανέμορφο” δεν έφτανε για να το περιγράψει…

Πηγή