Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

Η Λύπη και ο Χρόνος

Γράφει η Έλλη Μιχελάκη

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό ζούσαν δύο αδελφές, η Χαρά και η Λύπη. Ενώ έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό, ήταν πολύ διαφορετικές μεταξύ τους.
Η Χαρά ήταν ένα ζωηρό, γελαστό κοριτσάκι που δεν χόρταινε το παιχνίδι. Η Λύπη ήταν γλυκιά, εσωστρεφής και μελαγχολική. Δεν εμπιστευόταν τους ανθρώπους. Μιλούσε λίγο και περνούσε πολύ χρόνο σκυμμένη πάνω από τα βιβλία της. Αυτό που τη στενοχωρούσε πιο πολύ απ’ ολα ήταν το γεγονός ότι κανείς δεν ήθελε να βρίσκεται δίπλα της. Οι άνθρωποι την απέφευγαν, στην καλύτερη περίπτωση την αγνοούσαν. Για τη Λύπη ήταν πάντα, όλα δύσκολα. Αυτό που για την αδελφή της ήταν το πιο απλό πράγμα, για την ίδια απαιτούσε προσπάθεια.
Η Χαρά είχε συνέχεια ανθρώπους γύρω της. Ο, τι έκανε και έλεγε φαινόταν χαριτωμένο, κι αν καμιά φορά έκανε κάτι που δεν έπρεπε, της το συγχωρούσαν αμέσως.
Τα χρόνια πέρασαν και τα δύο κορίτσια μεγάλωσαν. Η Λύπη αισθανόταν ακόμα περισσότερο να την πλημμυρίζει η αδικία. Ενώ αγαπούσε την αδελφή της, ένιωθε την ανάγκη να φύγει από κοντά της για να γνωρίσει τον δικό της προορισμό.Μια μέρα, εγκατέλειψε το σπίτι και το χωριό της. Ξεκίνησε το ταξίδι της έχοντας συντροφιά μόνο ένα αγαπημένο της βιβλίο.
Τα πράγματα όπως πάντα, δεν ήταν εύκολα. Ήταν ολομόναχη και το γεγονός ότι ήταν τόσο κλειστή στον εαυτό της, δεν βοηθούσε.
Περιπλανήθηκε από χωριό σε χωριό περνώντας σχεδόν απαρατήρητη και χωρίς να έχει πολλές κουβέντες με τους κατοίκους. Όσοι μιλούσαν μαζί της προσπαθούσαν να την αποφύγουν χωρίς και οι ίδιοι να καταλαβαίνουν γιατί.
Αυτό που τράβηξε την προσοχή της Λύπης περισσότερο από όσα είχε δει, ήταν ένας ψηλός πύργος που βρισκόταν απομονωμένος στο βουνό. Όποιον κι αν ρώτησε, κανείς δεν ήξερε ποιος ζούσε εκεί. Ίσως να μην ήθελαν να της πουν, σκέφτηκε. Το γεγονός αυτό την πείσμωσε. Αφού δεν είχε μέχρι τώρα συγκεκριμένο προορισμό, πήρε το μονοπάτι που θα την οδηγούσε εκεί.

Μετά από πολλές ώρες, έφτασε μπροστά στη μεγάλη πύλη. Κοντοστάθηκε και κοιτούσε ανέμελα μέχρι τη στιγμή που είδε σε ένα παράθυρο, το πρόσωπο ενός άντρα που την κοιτούσε. Ντράπηκε και έστρεψε το βλέμμα της αλλού. Είχε γυρίσει την πλάτη της για να φύγει, όταν άκουσε να ανοίγει η πόρτα. Ο άντρας στεκόταν εκεί. “Πώς σε λένε;” τη ρώτησε. “Λύπη” είπε χαμηλόφωνα. “Χαίρομαι που ήρθες μέχρι εδω. Είμαι ο Χρόνος” της απάντησε, κάνοντας νόημα να περάσει μέσα. Τον ακολούθησε χωρίς δεύτερη σκέψη, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο για τη Λύπη. Διέσχισαν μαζί ένα διάδρομο και ανέβηκαν μια σκάλα που έμοιαζε ατελείωτη. Μπήκαν σε ένα δωμάτιο με μεγάλο παράθυρο. Αυτό που της έκανε εντύπωση ήταν η βιβλιοθήκη. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ τόσα βιβλία μαζεμένα και δεν μπορούσε να κρύψει την έκπληξή της. Κάθισαν σε δύο αντικριστές πολυθρόνες και άρχισαν να συζητούν. Πάνω από την πολυθρόνα του Χρόνου, υπήρχε ένα μεγάλο χρυσό ρολόι.
Για πρώτη φορά η Λύπη μίλησε για τον εαυτό της. Μοιράστηκε με το Χρόνο τη μεγάλη της στενοχώρια. Του είπε για την αδικία που ένιωθε να την πλημμυρίζει. Για την μεγάλη αγάπη που είχε για την αδελφή της αλλά και για την κρυφή ζήλια της.
Ο Χρόνος με τη σειρά του, της εξομολογήθηκε πως ζούσε απομονωμένος γιατί κανείς δεν αισθανόταν άνετα μαζί του. Οι άνθρωποι μπροστά του ένιωθαν μικροί και ασήμαντοι. Η παρουσία του τους υπενθύμιζε πως είναι θνητοί. Έτσι κι εκείνος είχε επιλέξει να ζει μόνος έχοντας για παρέα τα βιβλία του. Αυτά, είπε, είναι ανεξίτηλα στο χρόνο.

Η Λύπη και ο Χρόνος έσμιξαν από εκείνη τη μέρα και δεν αποχωρίστηκαν ποτέ ξανά ο ένας τον άλλο. Έζησαν στον πύργο και απέκτησαν μαζί δύο κόρες. Τη Γνώση και την Υπομονή. Εκείνες, σε αντίθεση με τους γονείς τους, ήταν περιζήτητες.

Μα όποιος επιθυμούσε να τις συναντήσει, θα έπρεπε πρώτα να περάσει το κατώφλι της Λύπης και του Χρόνου.

Πηγή
https://chronographimata.gr