Πρόκειται για ένα σάκο με υγρό που εξορμά από γειτνιάζουσα άρθρωση ή από τοτενόντιο έλυτρο του καρπού και του χεριού. Το γάγγλιο συνήθως εντοπίζεται στη ραχιαία επιφάνεια της φαλαγγοφαλαγγικής άρθρωσης των δακτύλων, στη ράχη του καρπού, στην κερκιδική και παλαμιαία πλευρά του καρπού, στη βάση των δακτύλων, στα οστάρια του καρπού (ενδοοστικά). Επίσης εμφανίζεται και στα κάτω άκρα, στη ραχιαία επιφάνεια του ποδιού. Τέλος, υπάρχουν και τα ενδονευρικά γάγγλια που εντοπίζονται στο νευρικό ιστό.
Αίτια
Δεν είναι σαφές τι προκαλεί τη δημιουργία του γαγγλίου. Φαίνεται πως συνήθως το προκαλεί τραυματισμός των ιστών που παράγουν αρθρικό υγρό ή υγρό λιπάνσεως των αρθρώσεων και των ελύτρων. Ύποπτες για τη δημιουργία γαγγλίου είναι και οι εκφυλιστικές αλλοιώσεις αυτών των ιστών.
Τα γάγγλια επηρεάζουν την κίνηση των αρθρώσεων με τις οποίες γειτνιάζουν. Αντίστοιχα προκαλούν πόνο που οφείλεται στην πίεση που προκαλεί στα γειτνιάζοντα μαλακά μόρια. Όταν τα γάγγλια αυτά είναι μεγάλα προκαλούν και αντιαισθητικό αποτέλεσμα. Εάν βρίσκονται στην περιοχή της τελικής φαλαγγοφαλαγγικής άρθρωσης τότε, στις περισσότερες περιπτώσεις, προκαλούν και παραμόρφωση στο νύχι. Τα γάγγλια που εξορμούν από τα τενόντια έλυτρα που βρίσκονται στη βάση των δακτύλων μπορεί να προκαλέσουν πόνο, ιδίως κατά τις κινήσεις συλλήψεως. Τα γάγγλια που εξορμούν από τον καρπό μπορεί να διαβρώσουν τα γειτνιάζοντα οστά, αλλά αυτό συμβαίνει σπάνια. Τα ενδονευρικά γάγγλια εντοπίζονται κυρίως στο περονιαίο νεύρο και προκαλούν «πτώση» του ποδός, εμποδίζοντας την ενεργητική του έκταση.
Θεραπεία
Η ύπαρξη γαγγλίου είναι εύκολο να διαπιστωθεί τόσο από την εμφάνιση του όσο και από την ψηλάφηση. Τα γάγγλια είναι καλά προσκολλημένα στην άρθρωση ή το έλυτρο και δεν συμφύονται με το δέρμα. Ακτινογραφία μπορεί να χρειαστεί μόνο στην περίπτωση που παρατηρείται κάποια οστική αλλοίωση. Για την πλήρη επιβεβαίωση της διάγνωσης θα χρειαστεί παρακέντηση ή χειρουργική αφαίρεση. Εάν το γάγγλιο δεν προκαλεί ενοχλητικά συμπτώματα μπορεί απλά να παρακολουθείται η εξέλιξη του, και αν αυτό είναι ανεκτό από τον ασθενή να μην υπάρξει επέμβαση, καθότι είναι πιθανό να υποχωρήσει από μόνο του. Εάν το γάγγλιο της περιοχής του καρπού είναι ενοχλητικό, τότε χρειάζεται παροδική ακινητοποίηση προκειμένου να υποχωρήσει. Σε άλλες περιπτώσεις η παρακέντηση μπορεί να επιλύσει, μόνιμα ή παροδικά το πρόβλημα. Η παρακέντηση χρειάζεται τοπική αναισθησία και με αυτήν αφαιρείται ζελατινώδες υγρό από το σάκο του γαγγλίου.
Στη συνέχεια απαιτείται πιεστική επίδεση ή νάρθηκας. Η παρακέντηση επιλέγεται συνήθως όταν ο ασθενής δεν επιθυμεί χειρουργική επέμβαση, μπορεί όμως να επιφέρει μόνο παροδική αντιμετώπιση του προβλήματος. Μάλιστα το γάγγλιο έχει 50% πιθανότητες να επανεμφανιστεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις χρειάζεται πλέον χειρουργική επέμβαση, η οποία όμως δεν απαιτεί νοσηλεία. Τα γάγγλια που βρίσκονται στα δάκτυλα χρειάζονται τοπική αναισθησία, ενώ τα καρπιαία χρειάζονται καμιά φορά και γενική αναισθησία. Η αφαίρεση του γαγγλίου γίνεται μέσω τομής που ανοίγεται ακριβώς πάνω από τη διόγκωση, προκειμένου να βρεθεί το σημείο από το οποίο εξορμά και να αφαιρεθεί μαζί με το σάκο.
Στα γάγγλια τύπου mucous θα πρέπει να αφαιρούνται και τα οστεόφυτα που παίζουν ρόλο στον σχηματισμό του. Μετά την επέμβαση, όταν πρόκειται για γάγγλια δακτύλων, χρειάζεται μια ελαφρά πιεστική επίδεση, ενώ σε εκείνα του καρπού χρειάζεται επίδεση με γύψο και ακινητοποίηση για περίπου 2-3 εβδομάδες. Στη συνέχεια θα χρειαστεί φυσιοθεραπεία προκειμένου να αποκατασταθεί η κινητικότητα της άρθρωσης. Πλήρης αποθεραπεία μπορεί να επέλθει 2-3 εβδομάδες μετά την επέμβαση, για τα μικρά γάγγλια και 6-8 για τα γάγγλια του καρπού. Συνήθως, μετά από μια επιτυχημένη και πλήρη επέμβαση δεν υπάρχει υποτροπή, αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί η επανεμφάνιση τους, όπως επίσης και η μη καλοήθης διόγκωση στην ίδια περιοχή.
Πηγή