Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Εσύ, που ρίσκαρες κι άφησες την καρδιά ν’αποφασίσει...

Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου

Πόση φωτιά μπορεί να κρύβουν δυο μάτια; Στέκεσαι μαγεμένος στην αρχή και τα κοιτάζεις από μακριά. Δειλιάζεις, φοβάσαι να πλησιάσεις, γιατί όλα μέσα σου φωνάζουν πως θα ‘ναι η καταστροφή σου. Κάνεις να φύγεις νικημένος απ’ τη λογική σου, μα μόλις γυρνάς την πλάτη νιώθεις κάτι να σε τραβά προς τα πίσω. Αυτά τα μάτια, πόσο μαγνήτη μπορεί να έχουν φυλακίσει;

Μυαλό και καρδιά βγάζουν τα όπλα τους, να σε πείσουν το καθένα απ’ την πλευρά του. Παλεύουν ασταμάτητα σε έναν αγώνα μ’ έναν μόνο νικημένο, εσένα, γιατί είτε έτσι είτε αλλιώς, εσύ θα ματώσεις…

Αν φύγεις, αν διατηρήσεις την αυτοκυριαρχία σου και καταφέρεις να απομακρυνθείς, η καρδιά σου θα σε βασανίζει για πάντα, για όσα δεν τόλμησες να ζήσεις. Για όση ευτυχία δεν κατάφερες να της χαρίσεις. Αν μείνεις, αν παρακούσεις τα “πρέπει” της λογικής, ίσως και να διαλύσεις τα κάστρα που με κόπο έχτισες. Ίσως να μείνεις στο τέλος μόνος, μέσα σε φλεγόμενα συντρίμμια. Και τότε θα έχεις το μυαλό αιώνιο τιμωρό σου, γιατί ήξερες, αλλά προχώρησες προς τη φωτιά…

Σκέφτηκες, αναρωτήθηκες, έσκισες τις ίδιες σου τις σάρκες. Όλα τα “πρέπει” έστησαν χορό στο κεφάλι σου και σου ούρλιαζαν να φύγεις, μα μόλις έκλεινες τα μάτια, εκείνο το βλέμμα στοίχειωνε θαρρείς το μυαλό σου. Σαν σειρήνα σε τραβούσε μαγεμένο προς το μέρος του.

Και πήγες. Κι ήταν φωτιά. Και σ’ έκαψε. Κι εσένα κι ότι είχες γύρω σου. Έγινε αμαρτία και σε σταύρωσε. Έγινε βάσανο και σε διέλυσε. Έγινε πόνος και σε κομμάτιασε.

Το ξερες. Απ’ την πρώτη στιγμή το ξερες. Άφησες την καρδιά να αποφασίσει και την είδες να παίρνει φωτιά κι αυτή μπροστά στα μάτια σου. Και δεν κουνήθηκες. Δεν έκανες βήμα. Την άφησες να φλέγεται στο άγγιγμά της. Της ζήτησες ένα τελευταίο φιλί πριν σε σκοτώσει και μετά έκλεισες τα μάτια και την άφησες να σ’ αποτελειώσει. Αργά, βασανιστικά…

Σε κοιτάζω. Δεν είσαι ο ίδιος πια. Σκοτείνιασε το βλέμμα σου, χαρακώθηκε το πρόσωπό σου. Αχνό και σπάνιο το χαμόγελό σου. Μόνος είσαι, μόνος κι ας βρίσκεσαι μέσα σε χιλιάδες. Λείπει εκείνη και δεν υπάρχει κανείς για σένα.

Σε κοιτάζω. Δεν ξέρω αν σε λυπάμαι ή σε ζηλεύω. Μέσα στα χέρια σου κράτησες τη ζωή σου και την άφησες στα πόδια της. Της έβαλε φωτιά, μα όσο καιγόταν σου χάρισε όσα σε δέκα ζωές δεν θα είχες ζήσει.

Δεν ξέρω αν σε λυπάμαι ή σε ζηλεύω, γιατί εσύ τόλμησες, δεν φοβήθηκες, της χάρισες τα πάντα σου κι ας πήρες πίσω μόνο στάχτη. Όσα είδες όμως στα μάτια της, άξιζαν για σένα τα πάντα κι άλλα τόσα.

Δεν ξέρω αν σε λυπάμαι ή σε ζηλεύω. Αντάλλαξες τη ζωή σου με λίγες στιγμές ανείπωτης ευτυχίας. Τόλμησες κι ας ήξερες πως θα ‘τανε για λίγο, τόλμησες κι ας ξέρεις πως όσο και να κλάψεις πια, δεν θα ξαναφανεί…


Πηγή
http://www.loveletters.gr