Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Στα πλοκάμια της ζήλιας


Έχετε νιώσει το τσίμπημα της ζήλιας στην καρδιά; Σας έχει τριβελίσει το μυαλό αυτή η αμφιβολία του "αν" και "μήπως" για κάποιο αγαπημένο σας πρόσωπο; Αν ναι, δεν είστε οι μόνοι. Η ζήλια μπορεί να φωλιάσει στην ψυχή και του πιο καλοπροαίρετου ανθρώπου. Θα πρέπει όμως να προσέξουμε μια σημαντική εννοιολογική διαφορά ανάμεσα στη ζήλια και στο φθόνο. Το πρώτο συναίσθημα δεν είναι συνώνυμο του δεύτερου, γιατί το καθένα έχει διαφορετικό αντικείμενο. Έτσι, ζηλεύουμε κάτι που ήδη έχουμε και δεν θέλουμε να χάσουμε, ενώ φθονούμε αυτό που δεν έχουμε και επιθυμούμε να αποκτήσουμε: ο υπάλληλος, για παράδειγμα, μπορεί να νιώσει φθόνο για την προαγωγή κάποιου συναδέλφου.

Γενικότερα, φθονούμε τους άλλους, γιατί απολαμβάνουν υλικά αγαθά, τα οποία εμείς δεν έχουμε. Στην περίπτωση της ζήλιας όμως, το άτομο έχει ήδη κάτι, π.χ., ένα σύντροφο, την αγάπη των γονιών ή κάποιου αγαπητού προσώπου, και δεν θέλει να χάσει αυτό το "κεκτημένο". Αυτό ακριβώς είναι το είδος του συναισθήματος που βασανίζει πολλά άτομα, άνδρες και γυναίκες, και σε αυτό θα επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας.

Ζήλια και έρωτας
Ο Latmer, ένας ηθικολόγος των αρχών του 20ού αιώνα, αποκάλεσε τη ζήλια "έγκλημα της σκληρότητας που ακολουθεί τον έρωτα". Ο παγκόσμια γνωστός ψυχοθεραπευτής Albert Ellis -που βασίζει τη θεραπεία του στο πάντρεμα της λογικής με το συναίσθημα- χαρακτηρίζει τη ζήλια "αυτοπροκαλούμενη μιζέρια", με την έννοια ότι το άτομο θέλει και ζηλεύει. Είναι όμως έτσι απλά και ξεκάθαρα τα πράγματα;
Ο ζηλιάρης λειτουργεί ψυχολογικά σε ένα κενό, δηλαδή, δεν λαμβάνει απαραιτήτως υπόψη του όλες τις παραμέτρους και τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του. Έτσι, ενώ μπορεί να μην υπάρχει κανένας φανερός λόγος για να ζηλεύει, π.χ., τη γυναίκα του, παρ' όλα αυτά το κάνει. Είναι τέτοια η ένταση του αρνητικού αυτού συναισθήματος, που πραγματικά τυφλώνει τον άνθρωπο και "του καίει τα σωθικά", όπως χαρακτηριστικά περιγράφουν πολλοί. Αυτός που ζηλεύει σε μια σχέση οδηγείται σε πράξεις αρνητικές, ανάλογες των συναισθημάτων του, με αποτέλεσμα η παρουσία του στη ζωή κάποιου άλλου να γίνεται από δυσάρεστη έως ανυπόφορη.
Από την άλλη πλευρά, σε στιγμές "ψυχολογικής διαύγειας", ο ζηλιάρης παραδέχεται ότι οι πράξεις του δυσαρεστούν και τον αποδέκτη του συναισθήματος αυτού και τον ίδιο. Παρ' όλα αυτά, δεν μπορεί να αλλάξει τη συμπεριφορά του και εξακολουθεί να κάνει τα ίδια λάθη, για τα οποία τον κατηγορεί ο σύντροφός του αλλά και ο ίδιος αναγνωρίζει στον εαυτό του.


Γιατί όμως είναι δύσκολο να αλλάξει η συμπεριφορά του ζηλιάρη;  

Κατ' αρχάς, πρέπει να τονίσουμε ότι η συμπεριφορά του ζηλιάρη καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τους προσωπικούς φόβους και τις ανασφάλειές του, οφείλεται δηλαδή στον εαυτό του και όχι στον άλλο. Το άτομο που αισθάνεται ζήλια για το σύντροφό του φοβάται κατά κύριο λόγο ότι θα τον/τη χάσει, ότι ο σύντροφός του θα βρει ένα καινούριο ταίρι και θα φύγει. Αυτή ακριβώς η σύγκριση με τον "καλύτερο άλλο" είναι που προξενεί αισθήματα κατωτερότητας και μειονεξίας στο άτομο που ζηλεύει και νιώθει ότι θα μειωθεί λόγω της σύγκρισης και θα απορριφθεί. Οι αρνητικές σκέψεις που συνοδεύουν αυτά τα αρχέγονα και βαθιά ριζωμένα συναισθήματα συντελούν στη διατήρησή τους. Έτσι, η συμπεριφορά του ζηλιάρη καθορίζεται και από τον τρόπο σκέψης του και όχι απαραίτητα από περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως, για παράδειγμα, η προκλητική συμπεριφορά του συντρόφου του.

Ο φόβος της ζήλιας στους άνδρες και στις γυναίκες

Παρ' όλο που τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες ζηλεύουν, ωστόσο το συγκεκριμένο αντικείμενο του φόβου τους είναι διαφορετικό. Οι περισσότερες γυναίκες εξομολογούνται ότι θα δέχονταν μια σεξουαλική απιστία του συζύγου/συντρόφου τους, αρκεί να μη συνοδεύεται από αισθήματα. Οι γυναίκες, δηλαδή, έχουν την τάση να ενοχλούνται λιγότερο από αυτή καθαυτή τη σεξουαλική πράξη απιστίας του συντρόφου τους, αλλά η ζήλια τους φουντώνει όταν μάθουν ότι ο σύντροφός τους ερωτεύτηκε την άλλη γυναίκα.

Στους άνδρες, από την άλλη πλευρά, εμφανίζεται ακριβώς το αντίθετο μοτίβο. Μπορούν να συγχωρήσουν ευκολότερα και να δεχτούν μια πλατωνική έλξη της γυναίκας τους προς κάποιον άλλο άνδρα, αλλά, αν μάθουν ότι υπήρξε και σεξουαλική ένωση, τότε η ζήλια τους φτάνει στο κατακόρυφο.

Οι διαφορές αυτές μπορεί να οφείλονται και σε κοινωνικούς λόγους αλλά και στο διαφορετικό ψυχισμό των δύο φύλων. Ο άνδρας, βασισμένος περισσότερο στο αίσθημα της ιδιοκτησίας, θέλει τη δική του γυναίκα άσπιλη και αμόλυντη από ξένο άγγιγμα, ώστε να την έχει στην κατοχή του. Η γυναίκα όμως, η οποία λειτουργεί περισσότερο συναισθηματικά, ερμηνεύει την ανάγκη της σεξουαλικής απιστίας ως καθαρά βιολογική πράξη και φροντίζει να διαφυλάξει, σε όλα τα άλλα επίπεδα, το δεσμό και τη σχέση της με το σύντροφό της.


Τα είδη της ζήλιας


Σύμφωνα με τον Φρόιντ, υπάρχουν τρία είδη ζήλιας: η φυσιολογική, η νευρωτική και η παθολογική. Η φυσιολογική ζήλια είναι το συναίσθημα που αισθάνονται λίγο πολύ όλοι οι άνθρωποι σε κάποια φάση της ζωής τους και προκαλείται από τη συμπεριφορά κάποιου τρίτου. Έτσι, μια γυναίκα μπορεί να νιώσει ζήλια, όταν άλλες γυναίκες περιστοιχίζουν τον άνδρα της σε ένα πάρτι. Αυτό το φυσιολογικό συναίσθημα πιθανότατα εξαφανίζεται από μόνο του, χωρίς να προκαλέσει ορατές αλλαγές στη συμπεριφορά της.

Η νευρωτική ζήλια εμφανίζεται έντονα σε υπερευαίσθητα άτομα και συνήθως δεν οφείλεται σε σοβαρές ή ορατές αιτίες. Βασίζεται σε βαθιά ριζωμένα αισθήματα ενοχής και στο μηχανισμό άμυνας που ονομάζεται προβολή (η πράξη τού να "προβάλλουμε" τα δικά μας αρνητικά ή κοινωνικώς απαράδεκτα συναισθήματα σε κάποιον άλλο). Για παράδειγμα, ο άνδρας που είχε μια εξωσυζυγική σχέση και αισθάνεται τύψεις και ενοχές για την πράξη του, "προβάλλει" τα συναισθήματά του στη γυναίκα του και την κατηγορεί για προκλητική συμπεριφορά και για την πιθανότητα απιστίας. Αρχίζει να νιώθει νευρωτική ζήλια, η οποία πηγάζει από τον ίδιο του τον εαυτό, τα συναισθήματα και τις πράξεις του, καθώς και από το φόβο μήπως η γυναίκα του διαπράξει απιστία.

Η παθολογική ή αρρωστημένη ζήλια ξεπερνά τα όρια του κοινωνικά αποδεκτού και σχετίζεται σχεδόν αποκλειστικά με την έμμονη ιδέα της απιστίας. Το άτομο που νιώθει αυτό το βασανιστικό συναίσθημα αισθάνεται συνήθως μειονεκτικά απέναντι στο σύντροφό του (ακόμα και αν δεν το παραδέχεται) και παρατηρεί εξονυχιστικά τη συμπεριφορά του άλλου, προκειμένου να βρει πειστήρια και αποδείξεις για την υποτιθέμενη απιστία. Μέσα από το διαστρεβλωτικό αυτό πρίσμα και το μεγεθυντικό φακό της μόνιμης ανησυχίας, παρεξηγεί και παρερμηνεύει το σύντροφό του, που βέβαια υποφέρει από αυτήν τη συμπεριφορά. Το πιο κλασικό ίσως παράδειγμα αυτού του είδους ζήλιας αποτελεί το σαιξπηρικό ζευγάρι του Οθέλλου και της Δεισδαιμόνας. Η άκριτη και αλόγιστη ζήλια του Οθέλλου για τη Δεισδαιμόνα τον ώθησε στο να τη σκοτώσει, επειδή φοβόταν ότι τον απατούσε. Μολονότι πρόκειται για ακραία περίπτωση, δεν παύει να είναι γεγονός ότι κυρίως οι γυναίκες είναι τα θύματα της άκριτης ζήλιας κάποιου άνδρα, η οποία εκδηλώνεται με λεκτική και σωματική βία.

Βέβαια, δεν είναι πάντα εύκολο να καθορίσει κανείς το είδος της ζήλιας και συχνά τα όρια ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες δεν διακρίνονται επακριβώς.



Μπορεί να λυθεί το πρόβλημα της ζήλιας;


Υπάρχει λύση, αλλά πρέπει να τονίσουμε ότι το πρόβλημα αυτό δεν αντιμετωπίζεται από τη μια στιγμή στην άλλη και ότι χρειάζεται να καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια και από τις δύο πλευρές. Η ζήλια αποτελεί συνήθως τον καθρέφτη των φόβων και της ανασφάλειας που αισθάνεται (είτε το παραδέχεται είτε όχι) το άτομο που ζηλεύει. Αν και η συμπεριφορά του συντρόφου του μπορεί να του δίνει ερείσματα να ζηλεύει, σε γενικές γραμμές η ζήλια πηγάζει από τον εσωτερικό κόσμο του ατόμου. Έτσι, μια ειλικρινής συζήτηση ανάμεσα στους συντρόφους μπορεί να βοηθήσει να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα, αλλά δεν θα εξαλείψει απαραιτήτως το πρόβλημα.

Το πιο σημαντικό για το άτομο που αισθάνεται ζήλια είναι να εξετάσει τα αίτια αυτού του βασανιστικού συναισθήματος, τους βαθύτερους φόβους και τις επιθυμίες του και τον τρόπο με τον οποίο επιδρούν όλα αυτά στις σχέσεις και τη ζωή του. Συχνά, η βοήθεια του ειδικού είναι καταλυτική, για να αισθανθεί το άτομο ελεύθερο και να βιώσει τις σχέσεις του χωρίς τις αρνητικές συνέπειες αυτού του πάθους.

Δρ. Λίζα Βάρβογλη,
Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια

Πηγή