Τα απωθημένα είναι σαν τις κατσαρίδες. Πρέπει να τα εξοντώσεις, ακριβώς τη στιγμή που θα τα υποψιαστείς.
Κυρίως γιατί έχουν χάρισμα μεγάλο. Χάρισμα, που ίσως γίνει ο εφιάλτης σου, αν δεν το προλάβεις.
Κρύβονται και ενώ νομίζεις ότι έχεις γλιτώσει από δαύτα, επιστρέφουν δριμύτερα.
Για αυτό σου λέω, εξαφάνισέ τα απ’ την αρχή και χωρίς περιστροφές.
Το απωθημένο, είναι η τύψη προς τον εαυτό μας. Ή έστω, αυτή που θα ‘πρεπε να έχουμε.
Στον εαυτό μας, που ξεχνάμε πως είναι ο καλύτερος φίλος και πολλές φορές υποτιμάμε περισσότερο από τον καθένα.
Το απωθημένο είναι η φυσική ορμή, που για κάποιο λόγο δειλιάσαμε και δεν ακολουθήσαμε.
Έχει όμως φωνή επίμονη και τσιριχτή.
Πόσες φορές θα κολλήσεις στ’ αυτιά τις παλάμες;
Πριν λίγες μέρες, ένα μεσημέρι, έπινα καφέ στο παρκάκι των Εξαρχείων, χαμηλά στη Χαριλάου Τρικούπη.
Μόνη και αφηρημένη χαζολογούσα στο λάπτοπ, όταν με αιφνιδίασε μια φωνή.
– Τι γράφεις;
Απέναντί μου ένας ηλικιωμένος, πάνω από τα ογδόντα, στέκεται χαμογελαστός και περιμένει την απάντησή μου.
Αιφνιδιάστηκα. Είναι με βεβαιότητα, η πιο ευγενική φυσιογνωμία που έχω συναντήσει ως σήμερα.
Μου πήρε λίγα δευτερόλεπτα ν’ απαντήσω.
Μέσα από τις ρυτίδες του, διέκρινα λεβεντιά.
Σχεδόν φαντάστηκα, πώς θα έδειχνε στα νιάτα του.
Ακόμη και τώρα όμως, στεκόταν ευθυτενής, κοτσονάτος, καλοντυμένος και μύριζε λεμόνι.
«Μυρτώ». Αναγνώρισα την κολώνια, μου θύμισε τον παππού μου και εκεί χαμογέλασα.
– Δεν γράφω κάτι. Σκόρπιες σημειώσεις.
– Να σου πω εγώ μια ιστορία να γράψεις; Θες;
Παρήγγειλε έναν ελληνικό διπλό και μερακλίδικο, μου τσίμπησε ένα τσιγάρο και μου ‘ριξε τη διαταγή.
«Ξεκίνα να γράφεις!», μου λέει, χωρίς ακόμη να ‘χει μάθει ότι με λένε Κατερίνα και εγώ εκείνον, Λάμπρο.
Ο Λάμπρος απ’ τη Σπάρτη, γεννημένος το 1931 στην Αθήνα και μεγαλωμένος σε αυτήν ως τα εικοσιπέντε του.
Λίγο μετά βρέθηκε στη Γερμανία, να πλένει πιάτα για να κυνηγήσει το μεροκάματο.
Ξανθόπουλος η ιστορία μέχρι εκεί και μασούσα αδιάφορα μια τσίχλα, ωσότου να μπει και το αίσθημα στη μέση.
Η Φρίντα, 19 χρονών τότε, ήταν η κόρη του ιδιοκτήτη.
Γυρόφερνε στα πόδια του Λάμπρου, τον βοηθούσε να μάθει Γερμανικά και εκείνος το αντάλλασε με τάβλι.
Ένα βράδυ, μετά από πολλά βράδια εντατικών μαθημάτων, βρίσκονται στην υπόγεια αποθήκη του εστιατορίου, να κρατάει ο ένας κλειστό το στόμα του άλλου, γιατί στον επάνω όροφο κάποιοι απολάμβαναν ακόμη το σνίτσελ τους.
Στην Αθήνα υπήρχε άλλη μια δεκαεννιάχρονη, που περίμενε πώς και πώς να λάβει γράμμα.
Στηνόταν στις ουρές του ταχυδρομείου, όποτε ερχόταν σακούλα από Γερμανία.
Ή που έφευγε με σκυφτό το κεφάλι ή που έβγαζε τα παπούτσια της και χόρευε στο δρόμο.
Η Ελένη. Η αρραβωνιαστικιά του Λάμπρου.
Καθώς προχωρούσε η αφήγηση ήλπιζα σε ανατροπή, αλλά το σενάριο δεν μου ‘κανε τη χάρη.
Ένα χρόνο μετά και ενώ ο έρωτας με τη Φρίντα βαστάει καλά ακόμα στα υπόγεια, ο Λάμπρος επιστρέφει για λίγες βδομάδες στην Ελλάδα.
Παντρεύεται την Ελένη, μπαίνουν μαζί στο πρώτο αεροπλάνο και γυρνάει στο Βερολίνο.
Η θέση του στο μαγαζί δεν τον περιμένει πια. Ούτε η Φρίντα.
Ο πατέρας της, τον διώχνει κακήν κακώς από το εστιατόριο και για είκοσι χρόνια δεν έχει κανένα νέο της.
– Είκοσι χρόνια, δεν πέρασε ένα βράδυ που να μην την σκέφτηκα. Ούτε ένα, με πιστεύεις;
Ήθελα να τον πιστέψω, αλλά τι να του εξηγήσω τώρα; Για τους σημερινούς Λάμπρους εκεί έξω;
Κατάπια την τσίχλα μου, ψιθύρισα ένα «ναι» και του ‘κανα νεύμα να συνεχίσει.
«…Το αγάπησα το Λενιώ. Πολύ το αγάπησα. Δυο κόρες μου ‘κανε. Τη μία τη λένε Κατερίνα, σαν εσένα. Η ζωή μου είναι αυτά τα κορίτσια. Μόνο για αυτά δεν μετανιώνω».
Καταστάσεις συγκινησιακά φορτισμένες, είμαι ανίκανη να διαχειριστώ.
Ή που θα βάλω τα γέλια για να πάψει η αμηχανία ή που θα φύγω για να βάλω τα κλάματα.
Ο παππούς όμως απέναντι, δεν έδειχνε διατεθειμένος να σταματήσει, ανεξάρτητα από το τι θα έκανα εγώ.
Κοίταξα γύρω μου.
Είχαν μαζευτεί πέντε-έξι φοιτητές, αγόρια και κορίτσια με τσιγάρα στα χέρια, να κρέμονται απ’ τα χείλη του.
Άνθρωποι νέοι, που θα ‘λεγες ή που δεν το αντέχουν το μελό ή που το ‘χουν μπουχτήσει απ’ το «Πάμε πακέτο».
Όμως όχι.
Πόσο πιο ωραίες είναι οι ιστορίες όταν δεν μεσολαβεί ένα γυαλί.
Πόσο πιο ωραίοι είναι οι άνθρωποι που δε θεωρούν την έκθεση, αδυναμία.
Αφαιρέθηκα καθώς τα σκεφτόμουν αυτά και με ξύπνησε απότομα.
-Ε, μικρή! Με ακούς;
Είκοσι χρόνια είχε να τη δει, να ακούσει ή να μάθει νέα της.
«…Την έψαχνα για καιρό. Είχα στηθεί άπειρα βράδια έξω από το εστιατόριο. Δεν την συνάντησα όμως.
Λίγο καιρό μετά το πούλησαν, μετακόμισαν κιόλας, έχασα τα ίχνη της.
Η ζωή με την Ελένη, ήταν γλυκιά και ήσυχη.
Μου μαγείρευε, μου έραβε τα πουκάμισα, με αγκάλιαζε στον ύπνο της. Με αγαπούσε.
Δεν τσακωθήκαμε ποτέ. Λέξη άσχημη δεν μου είπε, χέρι στο τραπέζι δεν χτύπησα.
Κυρίως γιατί έχουν χάρισμα μεγάλο. Χάρισμα, που ίσως γίνει ο εφιάλτης σου, αν δεν το προλάβεις.
Κρύβονται και ενώ νομίζεις ότι έχεις γλιτώσει από δαύτα, επιστρέφουν δριμύτερα.
Για αυτό σου λέω, εξαφάνισέ τα απ’ την αρχή και χωρίς περιστροφές.
Το απωθημένο, είναι η τύψη προς τον εαυτό μας. Ή έστω, αυτή που θα ‘πρεπε να έχουμε.
Στον εαυτό μας, που ξεχνάμε πως είναι ο καλύτερος φίλος και πολλές φορές υποτιμάμε περισσότερο από τον καθένα.
Το απωθημένο είναι η φυσική ορμή, που για κάποιο λόγο δειλιάσαμε και δεν ακολουθήσαμε.
Έχει όμως φωνή επίμονη και τσιριχτή.
Πόσες φορές θα κολλήσεις στ’ αυτιά τις παλάμες;
Πριν λίγες μέρες, ένα μεσημέρι, έπινα καφέ στο παρκάκι των Εξαρχείων, χαμηλά στη Χαριλάου Τρικούπη.
Μόνη και αφηρημένη χαζολογούσα στο λάπτοπ, όταν με αιφνιδίασε μια φωνή.
– Τι γράφεις;
Απέναντί μου ένας ηλικιωμένος, πάνω από τα ογδόντα, στέκεται χαμογελαστός και περιμένει την απάντησή μου.
Αιφνιδιάστηκα. Είναι με βεβαιότητα, η πιο ευγενική φυσιογνωμία που έχω συναντήσει ως σήμερα.
Μου πήρε λίγα δευτερόλεπτα ν’ απαντήσω.
Μέσα από τις ρυτίδες του, διέκρινα λεβεντιά.
Σχεδόν φαντάστηκα, πώς θα έδειχνε στα νιάτα του.
Ακόμη και τώρα όμως, στεκόταν ευθυτενής, κοτσονάτος, καλοντυμένος και μύριζε λεμόνι.
«Μυρτώ». Αναγνώρισα την κολώνια, μου θύμισε τον παππού μου και εκεί χαμογέλασα.
– Δεν γράφω κάτι. Σκόρπιες σημειώσεις.
– Να σου πω εγώ μια ιστορία να γράψεις; Θες;
Παρήγγειλε έναν ελληνικό διπλό και μερακλίδικο, μου τσίμπησε ένα τσιγάρο και μου ‘ριξε τη διαταγή.
«Ξεκίνα να γράφεις!», μου λέει, χωρίς ακόμη να ‘χει μάθει ότι με λένε Κατερίνα και εγώ εκείνον, Λάμπρο.
Ο Λάμπρος απ’ τη Σπάρτη, γεννημένος το 1931 στην Αθήνα και μεγαλωμένος σε αυτήν ως τα εικοσιπέντε του.
Λίγο μετά βρέθηκε στη Γερμανία, να πλένει πιάτα για να κυνηγήσει το μεροκάματο.
Ξανθόπουλος η ιστορία μέχρι εκεί και μασούσα αδιάφορα μια τσίχλα, ωσότου να μπει και το αίσθημα στη μέση.
Η Φρίντα, 19 χρονών τότε, ήταν η κόρη του ιδιοκτήτη.
Γυρόφερνε στα πόδια του Λάμπρου, τον βοηθούσε να μάθει Γερμανικά και εκείνος το αντάλλασε με τάβλι.
Ένα βράδυ, μετά από πολλά βράδια εντατικών μαθημάτων, βρίσκονται στην υπόγεια αποθήκη του εστιατορίου, να κρατάει ο ένας κλειστό το στόμα του άλλου, γιατί στον επάνω όροφο κάποιοι απολάμβαναν ακόμη το σνίτσελ τους.
Στην Αθήνα υπήρχε άλλη μια δεκαεννιάχρονη, που περίμενε πώς και πώς να λάβει γράμμα.
Στηνόταν στις ουρές του ταχυδρομείου, όποτε ερχόταν σακούλα από Γερμανία.
Ή που έφευγε με σκυφτό το κεφάλι ή που έβγαζε τα παπούτσια της και χόρευε στο δρόμο.
Η Ελένη. Η αρραβωνιαστικιά του Λάμπρου.
Καθώς προχωρούσε η αφήγηση ήλπιζα σε ανατροπή, αλλά το σενάριο δεν μου ‘κανε τη χάρη.
Ένα χρόνο μετά και ενώ ο έρωτας με τη Φρίντα βαστάει καλά ακόμα στα υπόγεια, ο Λάμπρος επιστρέφει για λίγες βδομάδες στην Ελλάδα.
Παντρεύεται την Ελένη, μπαίνουν μαζί στο πρώτο αεροπλάνο και γυρνάει στο Βερολίνο.
Η θέση του στο μαγαζί δεν τον περιμένει πια. Ούτε η Φρίντα.
Ο πατέρας της, τον διώχνει κακήν κακώς από το εστιατόριο και για είκοσι χρόνια δεν έχει κανένα νέο της.
– Είκοσι χρόνια, δεν πέρασε ένα βράδυ που να μην την σκέφτηκα. Ούτε ένα, με πιστεύεις;
Ήθελα να τον πιστέψω, αλλά τι να του εξηγήσω τώρα; Για τους σημερινούς Λάμπρους εκεί έξω;
Κατάπια την τσίχλα μου, ψιθύρισα ένα «ναι» και του ‘κανα νεύμα να συνεχίσει.
«…Το αγάπησα το Λενιώ. Πολύ το αγάπησα. Δυο κόρες μου ‘κανε. Τη μία τη λένε Κατερίνα, σαν εσένα. Η ζωή μου είναι αυτά τα κορίτσια. Μόνο για αυτά δεν μετανιώνω».
Καταστάσεις συγκινησιακά φορτισμένες, είμαι ανίκανη να διαχειριστώ.
Ή που θα βάλω τα γέλια για να πάψει η αμηχανία ή που θα φύγω για να βάλω τα κλάματα.
Ο παππούς όμως απέναντι, δεν έδειχνε διατεθειμένος να σταματήσει, ανεξάρτητα από το τι θα έκανα εγώ.
Κοίταξα γύρω μου.
Είχαν μαζευτεί πέντε-έξι φοιτητές, αγόρια και κορίτσια με τσιγάρα στα χέρια, να κρέμονται απ’ τα χείλη του.
Άνθρωποι νέοι, που θα ‘λεγες ή που δεν το αντέχουν το μελό ή που το ‘χουν μπουχτήσει απ’ το «Πάμε πακέτο».
Όμως όχι.
Πόσο πιο ωραίες είναι οι ιστορίες όταν δεν μεσολαβεί ένα γυαλί.
Πόσο πιο ωραίοι είναι οι άνθρωποι που δε θεωρούν την έκθεση, αδυναμία.
Αφαιρέθηκα καθώς τα σκεφτόμουν αυτά και με ξύπνησε απότομα.
-Ε, μικρή! Με ακούς;
Είκοσι χρόνια είχε να τη δει, να ακούσει ή να μάθει νέα της.
«…Την έψαχνα για καιρό. Είχα στηθεί άπειρα βράδια έξω από το εστιατόριο. Δεν την συνάντησα όμως.
Λίγο καιρό μετά το πούλησαν, μετακόμισαν κιόλας, έχασα τα ίχνη της.
Η ζωή με την Ελένη, ήταν γλυκιά και ήσυχη.
Μου μαγείρευε, μου έραβε τα πουκάμισα, με αγκάλιαζε στον ύπνο της. Με αγαπούσε.
Δεν τσακωθήκαμε ποτέ. Λέξη άσχημη δεν μου είπε, χέρι στο τραπέζι δεν χτύπησα.
Την αγκάλιαζα και εγώ.
Αλλά ήταν σα να αγκαλιάζω την αδελφή μου.
Μετά από είκοσι χρόνια, γυρίσαμε Ελλάδα.
Τα κορίτσια είχαν μεγαλώσει, ήθελα να μάθουν τον τόπο τους. Τότε ζούσαμε στο Φάληρο.
Αλλά ήταν σα να αγκαλιάζω την αδελφή μου.
Μετά από είκοσι χρόνια, γυρίσαμε Ελλάδα.
Τα κορίτσια είχαν μεγαλώσει, ήθελα να μάθουν τον τόπο τους. Τότε ζούσαμε στο Φάληρο.
Μου τηλεφώνησαν μια μέρα από την αστυνομία. Κάποιος με έψαχνε.
Ήταν η Φρίντα. Όμορφη όπως τότε. Ίδια με τότε.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ και είπε ότι δεν με ξέχασε.
Περίμενε είκοσι χρόνια να μεγαλώσουν οι κόρες μου, να μη διαλυθεί η οικογένεια και πονέσουν τα παιδιά.
Ήρθε για να μείνει ή να με πάρει μαζί της. Είπε ότι εγώ θα το διάλεγα, αρκεί να είμαστε μαζί».
Σιωπή στο ακροατήριο. Δυό από τις φοιτήτριες στο παρκάκι απέναντί μου, έχουν βουρκώσει.
Τα αγόρια της παρέας με το βλέμμα στο πλακάκι και εγώ κολλημένη στο στόμα του Λάμπρου.
– Τι με κοιτάτε; Δεν πήγα. Είπα όχι ο δειλός. Αν είχα πει ναι, μαζί σας θα ήμουν τώρα;
Βγάζει από την τσέπη του πουκαμίσου του δέκα ευρώ, τα ακουμπάει στο τραπέζι και σηκώνεται από την καρέκλα.
Τον ρώτησα.
– Και μετά τίποτα; Τι να γράψω για τέλος;
– Τέλος; Ποιο τέλος; Μακάρι να υπήρχε τέλος…Γράψε ότι αν ακολουθήσεις το μεράκι σου, κάποιοι ίσως πικραθούν, κάποιοι ίσως θυμώσουν, κάποιοι ίσως σε κάνουν πέρα. Κάποιοι από αυτόυς θα σε συγχωρέσουν. Κάποιοι άλλοι όχι.
Ήταν η Φρίντα. Όμορφη όπως τότε. Ίδια με τότε.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ και είπε ότι δεν με ξέχασε.
Περίμενε είκοσι χρόνια να μεγαλώσουν οι κόρες μου, να μη διαλυθεί η οικογένεια και πονέσουν τα παιδιά.
Ήρθε για να μείνει ή να με πάρει μαζί της. Είπε ότι εγώ θα το διάλεγα, αρκεί να είμαστε μαζί».
Σιωπή στο ακροατήριο. Δυό από τις φοιτήτριες στο παρκάκι απέναντί μου, έχουν βουρκώσει.
Τα αγόρια της παρέας με το βλέμμα στο πλακάκι και εγώ κολλημένη στο στόμα του Λάμπρου.
– Τι με κοιτάτε; Δεν πήγα. Είπα όχι ο δειλός. Αν είχα πει ναι, μαζί σας θα ήμουν τώρα;
Βγάζει από την τσέπη του πουκαμίσου του δέκα ευρώ, τα ακουμπάει στο τραπέζι και σηκώνεται από την καρέκλα.
Τον ρώτησα.
– Και μετά τίποτα; Τι να γράψω για τέλος;
– Τέλος; Ποιο τέλος; Μακάρι να υπήρχε τέλος…Γράψε ότι αν ακολουθήσεις το μεράκι σου, κάποιοι ίσως πικραθούν, κάποιοι ίσως θυμώσουν, κάποιοι ίσως σε κάνουν πέρα. Κάποιοι από αυτόυς θα σε συγχωρέσουν. Κάποιοι άλλοι όχι.
Για κάποιους θα είσαι πάντα τσόγλανος, κακότροπος και παρτάκιας. Αλλά δεν είσαι, έτσι κι αλλιώς;
Αν όμως δεν το ακολουθήσεις, εσύ θα σε συγχωρέσεις; Τότε τι θα ‘σαι; Βρες την απάντηση και άλλαξέ το, όσο δεν είναι αργά.
«Μαλάκας θα ‘σαι», απάντησε ένας απ’ τους φοιτητές και γνέψαμε καταφατικά οι υπόλοιποι.
Πρώτη δημοσίευση: eyedoll.gr
Πηγή
http://www.pillowfights.gr/editorial/to-apothimeno-fygein-adynaton/
«Μαλάκας θα ‘σαι», απάντησε ένας απ’ τους φοιτητές και γνέψαμε καταφατικά οι υπόλοιποι.
Πρώτη δημοσίευση: eyedoll.gr
Πηγή
http://www.pillowfights.gr/editorial/to-apothimeno-fygein-adynaton/