Γράφει η Μαρία Στυλιανού
Πλησιάζουν επιτέλους τα πολυπόθητα Χριστούγεννα που ο περισσότερος κόσμος περιμένει, με μια λαχτάρα να αναβοσβήνει σαν φάρος στο λιμάνι της καρδιάς, πως οι φετινές γιορτές θα ΄ναι αλλιώτικες, θα ΄ναι καλύτερες, θα ΄ναι αισιόδοξες, θα ‘ναι ομορφότερες από τις προηγούμενες. Θα ‘ναι ελπιδοφόρες.
Τα Social Media, φόρτωσαν τις σελίδες τους με τις γιορτινές αναρτήσεις του κόσμου. Δέντρα, λαμπιόνια, δώρα, ρούχα, παπούτσια, χριστουγεννιάτικα γλυκά.
Πλησιάζουν επιτέλους τα πολυπόθητα Χριστούγεννα που ο περισσότερος κόσμος περιμένει, με μια λαχτάρα να αναβοσβήνει σαν φάρος στο λιμάνι της καρδιάς, πως οι φετινές γιορτές θα ΄ναι αλλιώτικες, θα ΄ναι καλύτερες, θα ΄ναι αισιόδοξες, θα ‘ναι ομορφότερες από τις προηγούμενες. Θα ‘ναι ελπιδοφόρες.
Τα Social Media, φόρτωσαν τις σελίδες τους με τις γιορτινές αναρτήσεις του κόσμου. Δέντρα, λαμπιόνια, δώρα, ρούχα, παπούτσια, χριστουγεννιάτικα γλυκά.
Μόνο που πίσω από την άχνη του κουραμπιέ, εκείνο το οποίο διακρίνω, είναι άπλετη μοναξιά και λύπη στις καρδιές των ανθρώπων.
Όλη η ζωή μας σκηνοθετημένη από εμάς τους ίδιους, έχοντας τα φώτα και την κάμερα στραμμένη στα υλικά αγαθά, σκεπάζοντας προσεκτικά όλα τα υπόλοιπα. Οι ευχές δίνουν και παίρνουν τυπικά, κάπως ψυχρά, δακτυλογραφημένες από ένα συνηθισμένο πληκτρολόγιο που υπακούει πιστά τον εντολέα του, την ώρα που οι άνθρωποι θα έπρεπε να βρίσκουν τρόπους, για να συναντιούνται, χώρους για να πιουν ένα φλιτζάνι καφέ, να ανταλλάξουν μια αγκαλιά, ένα φιλί, μία ευχή.
Πόσο πολύ μου λείπουν εκείνα τα όμορφα χρόνια, που δεν υπήρχαν κινητά, υπολογιστές, Facebook, εκείνα τα χρόνια που δεν ήταν τόσο έντονη η απομάκρυνση των ανθρώπων μεταξύ τους. Τότε που οι μανάδες μας, έκαναν ολόκληρη προετοιμασία από νωρίς, για να φρεσκάρουν με άσπρη μπογιά το σπίτι, για να αλλάξουν τις κουρτίνες, για να στολίσουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο δίπλα από το παράθυρο, χωρίς να γεμίσουν το μπαλκόνι με χιονάνθρωπους και φανταχτερά λαμπιόνια, όπως συνηθίζει ο κόσμος τα τελευταία χρόνια, που έχει βαλθεί να συναγωνίζεται με όλη τη γειτονιά, για το ποιος θα κρεμάσει περισσότερα χαϊμαλιά στη βεράντα και στα παράθυρα για να δείξει πως το δικό του ντεκόρ, είναι και το καλύτερο.
Πόσο πολύ μου λείπουν εκείνα τα όμορφα χρόνια, που δεν υπήρχαν κινητά, υπολογιστές, Facebook, εκείνα τα χρόνια που δεν ήταν τόσο έντονη η απομάκρυνση των ανθρώπων μεταξύ τους. Τότε που οι μανάδες μας, έκαναν ολόκληρη προετοιμασία από νωρίς, για να φρεσκάρουν με άσπρη μπογιά το σπίτι, για να αλλάξουν τις κουρτίνες, για να στολίσουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο δίπλα από το παράθυρο, χωρίς να γεμίσουν το μπαλκόνι με χιονάνθρωπους και φανταχτερά λαμπιόνια, όπως συνηθίζει ο κόσμος τα τελευταία χρόνια, που έχει βαλθεί να συναγωνίζεται με όλη τη γειτονιά, για το ποιος θα κρεμάσει περισσότερα χαϊμαλιά στη βεράντα και στα παράθυρα για να δείξει πως το δικό του ντεκόρ, είναι και το καλύτερο.
Εκείνα τα χρόνια, τα παλιά, αυτά δεν είχαν καμία αξία. Αξία είχαν οι μυρωδιές από τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα που έφτιαχναν οι μανάδες μας, τα χριστουγεννιάτικα κέικ, τα πολύχρωμα μπισκότα, τα λαχταριστά σοκολατάκια από ινδοκάρυδο και τόσες άλλες λιχουδιές που στόλιζαν με καμάρι τις τεράστιες πιατέλες στην τραπεζαρία. Κι ύστερα, τα βράδια, εκείνα τα πανέμορφα γεμάτο αγάπη νυχτερινά συναπαντήματα, δίπλα στο αναμμένο τζάκι, με τα κολονάτα ποτήρια που ξεχείλιζαν από το μυρωδάτο κρασί, που ήταν κι αυτό σπιτικό, το χαρτάκι, τα επιτραπέζια παιχνίδια, τα δυνατά γέλια που έκαναν τα πεντακάθαρα τζάμια να τρίζουν. Και τα τραπέζια εκείνα που θύμιζαν τι πάει να πει «οικογένεια», «αγάπη», «μόνοιασμα». Κι ύστερα ερχόταν η στιγμή, που όλοι αντάλλαζαν δώρα, οι φάτσες όλων έλαμπαν από χαρά, από ικανοποίηση, οι αγκαλιές και τα φιλιά έδιναν κι έπαιρναν και το «Χρόνια Πολλά», που αντάλλαζαν, το εννοούσαν, έβγαινε πάντα από την καρδιά τους!
Πώς έχουν αλλάξει τόσο οι καιροί! Πού πήγαν τα Χριστούγεννα που ξέραμε! Πώς αντικατέστησαν τα κινητά και οι υπολογιστές την αμεσότητα που είχαμε όλοι μεταξύ μας! Μ’ ένα μήνυμα τώρα πια, ξεμπέρδεψες, με μια ευχή στο φατσοβιβλίο καθάρισες, οι κάρτες που κάποτε στέλναμε με τόση χαρά μέσω ταχυδρομείου, αντικαταστάθηκαν από άψυχες κάρτες του κομπιούτερ, αποξένωση παντού, μοναξιά και κρύο στις καρδιές των ανθρώπων.
Πώς έχουν αλλάξει τόσο οι καιροί! Πού πήγαν τα Χριστούγεννα που ξέραμε! Πώς αντικατέστησαν τα κινητά και οι υπολογιστές την αμεσότητα που είχαμε όλοι μεταξύ μας! Μ’ ένα μήνυμα τώρα πια, ξεμπέρδεψες, με μια ευχή στο φατσοβιβλίο καθάρισες, οι κάρτες που κάποτε στέλναμε με τόση χαρά μέσω ταχυδρομείου, αντικαταστάθηκαν από άψυχες κάρτες του κομπιούτερ, αποξένωση παντού, μοναξιά και κρύο στις καρδιές των ανθρώπων.
Όλα γίνονται μηχανικά, τυπικά, άψυχα. Χάθηκε η ζεστασιά, η αγάπη, το άγγιγμα, εκείνο το άγγιγμα που λαχταρούσαμε με τόσο πόθο, εκείνο το φτερούγισμα που μας έκανε να ανατριχιάζουμε, που μας ζέσταινε την καρδιά χαρίζοντάς μας τόσες υπέροχες υποσχέσεις.
Μου λείπουν αυτές οι εποχές, μου λείπουν εκείνα τα Χριστούγεννα, που πολλές φορές μπορεί να ήταν πιο λιτά από οικονομικής άποψης, αλλά πιο πλούσια και πιο αγαπημένα από τα σημερινά.
Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω, να βρεθώ και πάλι σε ένα από εκείνα τα τραπέζια, με όλη την οικογένεια μαζεμένη, χωρίς να υπάρχει κινητό στο τραπέζι, χωρίς να βλέπω να κρατάνε τα παιδιά τα τάμπλετ για να στέλνουν μηνύματα, χωρίς τους φορητούς υπολογιστές με τις ψυχρές οθόνες, να αποσπούν την προσοχή της επικοινωνίας, από αυτή την τόσο σημαντική ημέρα.
Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω πίσω, σ’ εκείνη την εποχή που οι άνθρωποι μιλούσαν με βλέμματα κι όχι με πληκτρολόγια!
Πηγή
http://fwords.gr
Πηγή
http://fwords.gr