Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

Όταν κάνεις σχέδια το σύμπαν γελάει μαζί σου!

Πίνω δυο ρουφηξιές καλές από τον καφέ μου και ξεκινάω να γράφω.
Η ώρα απογευματινή κι ο ήλιος ακόμα εκεί πάνω. Μισάνοιχτο το παράθυρο. Ίσα που μπαίνει φρέσκος, καθαρός αέρας.




Ξέρεις, δε συνηθίζω ν’ ανοίγω τα παράθυρα. Μ’ ενοχλούν οι απέναντι γείτονες. Δε γουστάρω να τους βλέπω. Σήμερα όμως, είχα την ανάγκη να τ' ανοίξω. Μπας και καθαρίσει το μυαλό μου.


Το μυαλό μου, τον τελευταίο καιρό, είναι σαν ένα δωμάτιο που, αν δεν το συμμαζέψεις, δε θα χωράς να περνάς και θα σκοντάφτεις συνεχώς στα πράγματα που βρίσκονται τριγύρω. Ή, καλύτερα, θα έλεγα πως είναι σαν έναν κύκλο με κέντρο του, εσένα.


Εσένα που, απ’ τη μέρα που ήρθες, δεν μπορώ να σε βγάλω από 'κει μέσα. Εσένα, που δεν πρόλαβα να χορτάσω. Εσένα, γαμώτο, που ήρθες και μου άλλαξες τα δεδομένα μου.


Το 'χεις καταλάβει έτσι πως όταν κάνεις σχέδια το σύμπαν γελάει μαζί σου και φέρνει τα πάνω κάτω; Μη χαζογελάς, το ξέρεις.
Αυτό έπαθα κι εγώ μαζί σου.


Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που είχα πάρει την απόφαση να πορευτώ μόνη μου. Να χαλαρώσω, ν’ αφήσω στην άκρη τα λάθη μου, να μάθω από αυτά και ν’ ανασυνταχθώ. Αυτό ήθελα να κάνω, ώσπου ήρθες σαν σταλμένος από μάγο. Καλό ή κακό, ακόμη το ψάχνω.


Μόνο που σε είδα, κάτι πειράχτηκε στο μυαλό μου. Μου έκατσε αυτή η τρελή ιδέα να σε γνωρίσω. 
Το ήξερα, απ’ τη στιγμή που μιλήσαμε, ότι δε θα περάσεις τόσο απλά και θα φύγεις.
Και σε είδα. Όλοι οι φόβοι μου επαληθεύτηκαν. Η επιθυμία μου να βρεθώ κοντά σου, μόνο μεγάλωνε. 


Τα μάτια σου. Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση πάνω σου ήταν αυτά. Αυτά τα γαμημένα μάτια. Ήταν λες και τα κυβερνούσε άγγελος και σατανάς μαζί. Όσα έδειχναν, αλλά τόσα έκρυβαν.
Δεν ξέρω, ίσως, αυτό να με γοήτευσε. Το μυστήριο σου.


Είχε πολύ καιρό να μου μείνει κάτι αξέχαστο. Χαραγμένο, σφηνωμένο εκεί στις μπροστινές γωνιές του μυαλού. Είτε κοιμάσαι, είτε είσαι ξύπνιος, αυτή η στιγμή περνά συνέχεια από μπροστά σου.



Ξέρεις για ποια στιγμή μιλάω. Απλά με κοίταξες. Ίσα που πρόλαβα να σε κοιτάξω κι εγώ και την επόμενη στιγμή ήμουν γραπωμένη στα χέρια σου, νιώθοντας τα χείλη σου πάνω στα δικά μου. Ακόμα σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή και μου δημιουργεί ανατριχίλα. Σαν αυτή που ένιωθα καθ' όλη τη διάρκεια που τα χέρια σου άγγιζαν καθετί πάνω στο κορμί μου.


Το μυαλό μου είχε αδειάσει απ’ τα πάντα. Απολάμβανα κάθε στιγμή μαζί σου σαν να μη σε ξανά έβλεπα ποτέ. Αυτό ήταν το μυστικό μας. Σαν να μη βλεπόμασταν ποτέ ξανά.


Όμως, μου έγινες κάτι σαν εθισμός.


Θέλω να έρθεις ξανά. Να με γραπώσεις μέσα σ' αυτά τα χέρια και να με φιλάς μέχρι να πονέσουν τα χείλη μας. Να μην σταματήσεις να με κοιτάς, και κάθε φορά που πάω να πω μια κουβέντα παραπάνω, εσύ ξέρεις πώς θα με σταματήσεις. Έχεις ταλέντο σ' αυτό. Έχεις ταλέντο στο να μου αδειάζεις το μυαλό.


Γι' αυτό στο ζητάω. Έλα. Έλα ξανά να ηρεμήσει το μυαλό μου. Έλα κι άσε με να σε χορτάσω λίγο παραπάνω.


Λίγο ακόμη.
Λίγο περισσότερο. 
Βλακείες λέω. 
Δε θέλω λίγο. Τα θέλω όλα. 
Πολύ.