Γράφει η Λιάνα
Τι κι αν μεγάλωσα; Κι αν έγινα πιο ώριμη, αν εμφανίστηκαν νέες ρυτίδες, αν οι αντοχές άλλαξαν και το μυαλό μου σκέφτεται πια αλλιώς;
Όταν αρχίζει να κάνει αισθητή την παρουσία του, εκείνο το ανεξέλεγκτο συναίσθημα, το γνωστό και συνάμα άγνωστο, το σαρωτικό και ταυτόχρονα χαλαρωτικό, όλα μοιάζουν διαφορετικά, δυνατά, άγρια και ζωντανεύουν μέσα μου δεκάδες ανάγκες.
Ακόρεστη δίψα τα θέλω μου για σένα. Φτάνει μια σκέψη, μια θύμηση και νιώθω σαν να πονάω ολόκληρη, από την επιθυμία μου να ακούσω τη φωνή σου, να σε μυρίσω, να πιάσω τα χέρια σου και να ζεσταθώ από σένα.
Χορταίνω με σένα, απ’ την παρουσία σου, ηρεμώ, κι εκεί που κάθε αίσθηση πέφτει σε χειμερία νάρκη, άξαφνα, όλα πάλι ξυπνάνε μέσα μου και γίνονται απαιτητικές φωνές που σε φωνάζουν να έρθεις.
Μάχη με τον εαυτό μου, μάχη με το χρόνο. Να κερδίσω κομμάτια απ’ τη ψυχή σου, στα οποία δεν έχει φτάσει ποτέ κανείς. Να κλέψω τις πιο βαθιές σου σκέψεις και να σε κάνω δικό μου, όλο και πιο πολύ, όλο και πιο αληθινά.
Και πόνος, απροσδιόριστος και παράξενος, όταν σε ψάχνω γύρω μου. Όταν λείπεις και φοβάμαι να σε φωνάξω. Όταν μου λείπεις και ντρέπομαι να το παραδεχτώ και στον ίδιο μου τον εαυτό.
Και κάθε που χάνομαι στα μάτια σου, τα σκληρά και γαλήνια, σα να σταματά η σκηνή που διαδραματίζεται κι εγώ να γίνομαι ξανά κοριτσάκι που κοκκινίζει και φοβάται.
Με κάνεις να παρασύρομαι σε ένα ταξίδι, που είχα αρνηθεί, που αφήνει σημάδια και κάνει όλη μου την ύπαρξη να ξεχειλίζει από όλα τα δικά σου. Σαν άγριο θηρίο, με καταδιώκει η ύπαρξη σου, τη μια έτοιμο να με κατασπαράξει και την άλλη να ξαπλώνει δίπλα μου, παραδομένο άνευ όρων στα χάδια μου.
Και κάπου ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη που καθημερινά ζούμε, βγαίνει στην επιφάνεια αυτό που ο έρωτας πάντα κρύβει, η ίδια η ζωή, η ίδια η ανάσα. Και είμαι εκεί για να το ξαναβιώσω, με κάθε τίμημα πια, μέσα από σένα, μαζί με σένα. Και τίποτα άλλο δεν έχει σημασία, παρά μόνο η μαγική στιγμή που που όλα παίρνουν χρώμα από εμάς, αυτή τη φορά, για όσο κρατήσει…
Τι κι αν μεγάλωσα; Κι αν έγινα πιο ώριμη, αν εμφανίστηκαν νέες ρυτίδες, αν οι αντοχές άλλαξαν και το μυαλό μου σκέφτεται πια αλλιώς;
Όταν αρχίζει να κάνει αισθητή την παρουσία του, εκείνο το ανεξέλεγκτο συναίσθημα, το γνωστό και συνάμα άγνωστο, το σαρωτικό και ταυτόχρονα χαλαρωτικό, όλα μοιάζουν διαφορετικά, δυνατά, άγρια και ζωντανεύουν μέσα μου δεκάδες ανάγκες.
Ακόρεστη δίψα τα θέλω μου για σένα. Φτάνει μια σκέψη, μια θύμηση και νιώθω σαν να πονάω ολόκληρη, από την επιθυμία μου να ακούσω τη φωνή σου, να σε μυρίσω, να πιάσω τα χέρια σου και να ζεσταθώ από σένα.
Χορταίνω με σένα, απ’ την παρουσία σου, ηρεμώ, κι εκεί που κάθε αίσθηση πέφτει σε χειμερία νάρκη, άξαφνα, όλα πάλι ξυπνάνε μέσα μου και γίνονται απαιτητικές φωνές που σε φωνάζουν να έρθεις.
Μάχη με τον εαυτό μου, μάχη με το χρόνο. Να κερδίσω κομμάτια απ’ τη ψυχή σου, στα οποία δεν έχει φτάσει ποτέ κανείς. Να κλέψω τις πιο βαθιές σου σκέψεις και να σε κάνω δικό μου, όλο και πιο πολύ, όλο και πιο αληθινά.
Και πόνος, απροσδιόριστος και παράξενος, όταν σε ψάχνω γύρω μου. Όταν λείπεις και φοβάμαι να σε φωνάξω. Όταν μου λείπεις και ντρέπομαι να το παραδεχτώ και στον ίδιο μου τον εαυτό.
Και κάθε που χάνομαι στα μάτια σου, τα σκληρά και γαλήνια, σα να σταματά η σκηνή που διαδραματίζεται κι εγώ να γίνομαι ξανά κοριτσάκι που κοκκινίζει και φοβάται.
Με κάνεις να παρασύρομαι σε ένα ταξίδι, που είχα αρνηθεί, που αφήνει σημάδια και κάνει όλη μου την ύπαρξη να ξεχειλίζει από όλα τα δικά σου. Σαν άγριο θηρίο, με καταδιώκει η ύπαρξη σου, τη μια έτοιμο να με κατασπαράξει και την άλλη να ξαπλώνει δίπλα μου, παραδομένο άνευ όρων στα χάδια μου.
Και κάπου ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη που καθημερινά ζούμε, βγαίνει στην επιφάνεια αυτό που ο έρωτας πάντα κρύβει, η ίδια η ζωή, η ίδια η ανάσα. Και είμαι εκεί για να το ξαναβιώσω, με κάθε τίμημα πια, μέσα από σένα, μαζί με σένα. Και τίποτα άλλο δεν έχει σημασία, παρά μόνο η μαγική στιγμή που που όλα παίρνουν χρώμα από εμάς, αυτή τη φορά, για όσο κρατήσει…