Σάββατο 13 Απριλίου 2019

Εκείνες οι γεμάτες καρδιές που δε φοβούνται να δοθούν

Της Στεύης Τσούτση.

Ξέρεις τι μ’αρέσει περισσότερο από όλα;
Περισσότερο κι από τις γεμάτες τσέπες, τα παραγεμισμένα από ευμάρεια σπίτια;
Οι γεμάτες καρδιές.
Γι’αυτές τρελαίνομαι φίλε.
Και πώς θα μπορούσα να μην το κάνω, άλλωστε, αφού είναι ακαταμάχητες.
Για σκέψου.
Ένα πλούσιο σπίτι, γεμάτο από όλα τα αγαθά του Αβραάμ και του Ισαάκ που λένε, μα να μένουν μέσα του άνθρωποι δίχως χαμόγελο.
Παγωνιά.
Σκέψου κι ένα σχολείο. Ζεστό, φρεσκοβαμμένο, με ολοκαίνουργια θρανία αλλά τους μαθητές στρατιωτάκια. Δίχως γέλια, δίχως πειράγματα.
Σκέψου κι έναν άνθρωπο. Να έχει το σώμα του ό,τι χρειάζεται για να τραφεί και να πεινά η ψυχή του. Να λιμοκτονεί η καρδιά του από εκείνα που έπρεπε να είναι βασικά κι όμως κατάντησαν δευτερεύοντα.
Αγάπη.
Όνειρα.
Ελπίδα.
Σεβασμός.
Εμπιστοσύνη.
Αυτά κι άλλα τόσα μπαίνουν σε μια καρδιά.
Αυτά την κάνουν γεμάτη και ταυτόχρονα καθιστούν τυχερό αυτόν που την κουβαλά κατάσαρκα.
Ναι ρε φίλε, αυτό μ’αρέσει. Σε αυτό δεν μπορώ να αντισταθώ.
Σε μια γεμάτη καρδιά.
Μια γεμάτη καρδιά που να ξέρει να γελά, να δένεται, να δίνεται.
Μια καρδιά που ζει στη ζεστασιά. Άνθρωποι την αγαπούν, ανθρώπους αγαπά.
Μια καρδιά γεμάτη που δε φοβάται να χτυπά δυνατά. Όχι, δε φοβάται.
Μια καρδιά γεμάτη που ξέρει να δίνεται και ξέρει να εκτιμά κι όλα αυτά που παίρνει.
Γιατί παίρνει κιόλας, δε δίνει μόνο.
Όχι, ποτέ δε μετράει τι έδωσε και τι πήρε. Δεν της αρέσουν τούτα τα μαθηματικά.
Αγαπά τα άλλα, εκείνα που δε συγκρίνουν, δεν αφαιρούν. Μόνο πολλαπλασιάζουν.
Τόση αγάπη επί τόση αγάπη μας κάνει πολλή αγάπη. Μήπως είναι λίγη; Ας βάλουμε κι άλλη.
Πάντα χωράει λίγη αγάπη ακόμη. Ή και πολλή αγάπη παραπάνω.
Κι έτσι είναι καλά.

Αυτές οι καρδιές, οι γεμάτες, είναι ζηλευτές. Δεν είναι στο απυρόβλητο, μη νομίσεις κάτι τέτοιο.
Αντίθετα.
Υπήρξαν στιγμές που τις πρόδωσαν, τις τσάκισαν, απείλησαν να τις κομματιάσουν.
Όμως άντεξαν. Μάζεψαν τα κομματάκια τους κι έβαλαν το ένα δίπλα στο άλλο. Τα ένωσαν πάλι. Και ξανά. Και ξανά.
Τις πλήγωσαν μα δεν το έβαλαν κάτω.
Το δόσιμο είναι στη φύση τους. Κι όσο δίνουν, τόσο γεμάτες είναι. Σαν μια μαγική πηγή να φροντίζει να μην αδειάζουν ποτέ.
Όσο θα δίνουν, τόσο γεμίζουν.
Και τις πληγές, με τον καιρό τις ξεχνούν. Κι αυτή η λησμονιά πάλι στη φύση τους είναι.
Ποιο το νόημα, σκέφτονται, να κλείνουν τα φύλλα τους, να υψώνουν τείχη προστασίας απέναντι στην αγάπη;
Ποιος κατάφερε ποτέ να της αντισταθεί και ποιος μπορεί να ζήσει δίχως αυτή;
Κανείς. Κι αυτό το ξέρουν καλά.
Γι’αυτό κι αν το δόσιμο και το δέσιμο απειλεί να τις πληγώσει, τότε αυτές, οι γεμάτες καρδιές, παίρνουν όλο το ρίσκο.
Γιατί αξίζει.
Γιατί όπως και να το κάνουμε, είναι το πιο όμορφο ρίσκο που μπορεί να πάρει μια καρδιά.
Να βουτά για να μη νιώθει μόνο, αλλά και να ΕΙΝΑΙ γεμάτη.


Πηγή
https://www.diaforetiko.gr/

Πηγή
https://www.anapnoes.gr