Είναι γνωστό πως τα τραγούδια έχουν την τιμητική τους στο θέμα των αναμνήσεων. Άλλωστε, είναι η αφορμή ή και το άλλοθι για να κάνουν αυτές την εμφάνισή τους. Ένας στίχος, μια μελωδία είναι αρκετά να μας κατευθύνουν, νοητά έστω, σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία και να μας υπενθυμίσουν ένα πρόσωπο και μια κατάσταση. Να μας μεταφέρουν στο μέρος που άλλα άρχισαν, σ’ αυτό που άλλα τελείωσαν και σ’ εκείνο που όλα διαδραματίστηκαν. Κι αν προκαλεί τόσα συναισθήματα το άκουσμα ενός ήχου, φαντάσου η πραγματική μεταφορά σου στον τόπο αυτό.
Οι άνθρωποι, λοιπόν, ως λογικά αλλά κυρίως ως συναισθηματικά όντα, έχουμε την τάση να συνδέουμε τα συναισθήματα της κάθε στιγμής με κάποια λεπτομέρεια αυτής. Έτσι, όλοι θυμόμαστε το σημείο που πήγαμε την πρώτη βόλτα με τον άνθρωπό μας, το σημείο του πρώτου φιλιού αλλά κι εκείνο του πρώτου τσακωμού. Κι ακριβώς, επειδή για να τα θυμόμαστε, τα συναισθήματα ήταν κι είναι έντονα, κάθε φορά που θα μεταφερόμαστε εκεί, όλες αυτές οι θύμισες θα βγαίνουν στην επιφάνεια.
Είναι στην ουσία σαν να κλειδώνουμε σ’ εκείνο το σημείο του χάρτη όλα αυτά που ζήσαμε με το συγκεκριμένο άτομο. Σαν να ‘χουμε να αντιμετωπίσουμε ολόκληρο το παρελθόν, όταν ανοίγουμε ξανά την πόρτα και μπαίνουμε μέσα σ’ ένα μαγαζί ή περπατάμε σ’ ένα στενό.
Έρχονται στο μυαλό συζητήσεις, σκηνικά και καταστάσεις, που ίσως τόσον καιρό προσπαθούσαμε να ξεχάσουμε, μα τώρα ήρθε η στιγμή να αντιμετωπίσουμε. Σκεφτόμαστε λίγο παραπάνω, λίγο πιο έντονα τον συγκεκριμένο άνθρωπο, κι αν οι συνθήκες ήταν λίγο διαφορετικές, μπορεί και να του στέλναμε πόσο μας έχει λείψει. Να του λέγαμε πως θυμόμαστε κάθε λεπτό απ’ τις στιγμές μας και να ρωτούσαμε αν συμβαίνει το ίδιο και σ ’εκείνον. Αν αυτός, όταν περνά από εκείνο το σημείο, σκέφτεται το «κάτι» μας. Αλλά ίσως ο εγωισμός ή οι καταστάσεις να μη μας το επιτρέπουν.
Έτσι, τώρα, μένουμε σιωπηλοί μπροστά σ’ εκείνη τη θάλασσα που ξημερώσαμε ένα καλοκαίρι. Σ’ εκείνο το παγκάκι που μείναμε για ώρες αγκαλιά ή σ’ εκείνο το στενό που κρυφτήκαμε απ’ τον κόσμο για δυο φιλιά, και μαζεύουμε ένα-ένα τα κομμάτια που ξεχύθηκαν από μέσα μας. Βάζουμε τις αναμνήσεις πάλι στο κουτάκι τους, χαμογελάμε και φεύγουμε κάπως βιαστικά.
Αυτός είναι κι ο λόγος, άλλωστε, που αρνούμαστε να πηγαίνουμε στα ίδια μέρη με διαφορετικούς ανθρώπους. Αναπόφευκτα, κάθε φορά που συμβαίνει αυτό, βάζουμε τον άνθρωπο απέναντί μας σε μια ανούσια σύγκριση με το παρελθόν. Σε μια δοκιμασία που καλείται να ξεπεράσει τις τότε προσδοκίες μας και να αποδείξει πως είναι καταλληλότερος. Προσπαθούμε, δηλαδή, να πείσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας πως το παρόν είναι καλύτερο απ’ το «τότε». Και μπορεί όντως να ‘ναι, αλλά πάντα η συγκεκριμένη προσπάθεια θα πέφτει στο κενό.
Οι άνθρωποι, λοιπόν, ως λογικά αλλά κυρίως ως συναισθηματικά όντα, έχουμε την τάση να συνδέουμε τα συναισθήματα της κάθε στιγμής με κάποια λεπτομέρεια αυτής. Έτσι, όλοι θυμόμαστε το σημείο που πήγαμε την πρώτη βόλτα με τον άνθρωπό μας, το σημείο του πρώτου φιλιού αλλά κι εκείνο του πρώτου τσακωμού. Κι ακριβώς, επειδή για να τα θυμόμαστε, τα συναισθήματα ήταν κι είναι έντονα, κάθε φορά που θα μεταφερόμαστε εκεί, όλες αυτές οι θύμισες θα βγαίνουν στην επιφάνεια.
Είναι στην ουσία σαν να κλειδώνουμε σ’ εκείνο το σημείο του χάρτη όλα αυτά που ζήσαμε με το συγκεκριμένο άτομο. Σαν να ‘χουμε να αντιμετωπίσουμε ολόκληρο το παρελθόν, όταν ανοίγουμε ξανά την πόρτα και μπαίνουμε μέσα σ’ ένα μαγαζί ή περπατάμε σ’ ένα στενό.
Έρχονται στο μυαλό συζητήσεις, σκηνικά και καταστάσεις, που ίσως τόσον καιρό προσπαθούσαμε να ξεχάσουμε, μα τώρα ήρθε η στιγμή να αντιμετωπίσουμε. Σκεφτόμαστε λίγο παραπάνω, λίγο πιο έντονα τον συγκεκριμένο άνθρωπο, κι αν οι συνθήκες ήταν λίγο διαφορετικές, μπορεί και να του στέλναμε πόσο μας έχει λείψει. Να του λέγαμε πως θυμόμαστε κάθε λεπτό απ’ τις στιγμές μας και να ρωτούσαμε αν συμβαίνει το ίδιο και σ ’εκείνον. Αν αυτός, όταν περνά από εκείνο το σημείο, σκέφτεται το «κάτι» μας. Αλλά ίσως ο εγωισμός ή οι καταστάσεις να μη μας το επιτρέπουν.
Έτσι, τώρα, μένουμε σιωπηλοί μπροστά σ’ εκείνη τη θάλασσα που ξημερώσαμε ένα καλοκαίρι. Σ’ εκείνο το παγκάκι που μείναμε για ώρες αγκαλιά ή σ’ εκείνο το στενό που κρυφτήκαμε απ’ τον κόσμο για δυο φιλιά, και μαζεύουμε ένα-ένα τα κομμάτια που ξεχύθηκαν από μέσα μας. Βάζουμε τις αναμνήσεις πάλι στο κουτάκι τους, χαμογελάμε και φεύγουμε κάπως βιαστικά.
Αυτός είναι κι ο λόγος, άλλωστε, που αρνούμαστε να πηγαίνουμε στα ίδια μέρη με διαφορετικούς ανθρώπους. Αναπόφευκτα, κάθε φορά που συμβαίνει αυτό, βάζουμε τον άνθρωπο απέναντί μας σε μια ανούσια σύγκριση με το παρελθόν. Σε μια δοκιμασία που καλείται να ξεπεράσει τις τότε προσδοκίες μας και να αποδείξει πως είναι καταλληλότερος. Προσπαθούμε, δηλαδή, να πείσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας πως το παρόν είναι καλύτερο απ’ το «τότε». Και μπορεί όντως να ‘ναι, αλλά πάντα η συγκεκριμένη προσπάθεια θα πέφτει στο κενό.
Γιατί όπως και τα τραγούδια έτσι και τα μέρη έχουν τη δική τους ανεξήγητη δύναμη να σε πηγαίνουν εκεί που θέλουν, με τους ανθρώπους που στα θυμίζουν.
Κι εδώ που τα λέμε, ας αναλογιστούμε πόσο όμορφο είναι να ‘χουμε ξεχωριστές εικόνες απ’ τους ανθρώπους που υπήρχαν ή υπάρχουν ακόμη στη ζωή μας. Δίνουμε στην κάθε επαφή την αξία της, στην κάθε ανάμνηση τον χώρο της και στον κάθε άνθρωπο τη σκηνή του. Δεν μπλέκουμε γεγονότα, δε συγχέουμε καταστάσεις. Συμφιλιωνόμαστε με τις αναμνήσεις μας και πάμε παρακάτω. Εξάλλου, για κάποιο λόγο το γεγονός αυτό είναι μια ανάμνηση κι όχι η καθημερινότητα. Δεν έχουμε ανάγκη να ζήσουμε το ίδιο, δεν ψάχνουμε κάτι παρόμοιο αλλά κάτι καινούργιο.
Είναι κρίμα, λοιπόν, στην προσπάθειά μας να ξεχάσουμε το παρελθόν, να χτίζουμε πάνω στα συντρίμμια του το παρόν. Σκέψου πως σε κάθε ρωγμή, θα βγαίνουν κομμάτια που κάνεις πως δεν υπάρχουν. Σε κάθε ρωγμή το μέρος αυτό θα σου θυμίζει πως έχεις δημιουργήσει και καλύτερες αναμνήσεις εκεί. Κι όχι γιατί θέλει να σε διώξει, αλλά, να, είναι που το ανακάλυψες μ’ ένα άλλο πρόσωπο και μ’ αυτό σε θυμάται.
Αυτός ήταν κι ο κύριος λόγος που το αγαπήσαμε, βασικά. Δεν το αγαπήσαμε ούτε επειδή ήταν το πιο όμορφο τοπίο, ούτε επειδή ήταν το πιο βολικό, αλλά επειδή εκεί χτίσαμε λιθαράκι-λιθαράκι το «μαζί». Με δάκρυα, γέλια και φωνές. Γι’ αυτό και το αγαπάμε ακόμα. Γιατί κάθε φορά που περνάμε, είτε τυχαία είτε και σκόπιμα, από ‘κει, ζούμε τις αναμνήσεις μας ξανά.
Γιατί είναι το δικό μας σημείο. Το σημείο που ακόμη κι αν όλα έχουν τελειώσει, θα μυρίζει «εμείς» σε κάθε πέρασμά του!
Συντάκτης: Φένια Γκορίτσα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη
Κι εδώ που τα λέμε, ας αναλογιστούμε πόσο όμορφο είναι να ‘χουμε ξεχωριστές εικόνες απ’ τους ανθρώπους που υπήρχαν ή υπάρχουν ακόμη στη ζωή μας. Δίνουμε στην κάθε επαφή την αξία της, στην κάθε ανάμνηση τον χώρο της και στον κάθε άνθρωπο τη σκηνή του. Δεν μπλέκουμε γεγονότα, δε συγχέουμε καταστάσεις. Συμφιλιωνόμαστε με τις αναμνήσεις μας και πάμε παρακάτω. Εξάλλου, για κάποιο λόγο το γεγονός αυτό είναι μια ανάμνηση κι όχι η καθημερινότητα. Δεν έχουμε ανάγκη να ζήσουμε το ίδιο, δεν ψάχνουμε κάτι παρόμοιο αλλά κάτι καινούργιο.
Είναι κρίμα, λοιπόν, στην προσπάθειά μας να ξεχάσουμε το παρελθόν, να χτίζουμε πάνω στα συντρίμμια του το παρόν. Σκέψου πως σε κάθε ρωγμή, θα βγαίνουν κομμάτια που κάνεις πως δεν υπάρχουν. Σε κάθε ρωγμή το μέρος αυτό θα σου θυμίζει πως έχεις δημιουργήσει και καλύτερες αναμνήσεις εκεί. Κι όχι γιατί θέλει να σε διώξει, αλλά, να, είναι που το ανακάλυψες μ’ ένα άλλο πρόσωπο και μ’ αυτό σε θυμάται.
Αυτός ήταν κι ο κύριος λόγος που το αγαπήσαμε, βασικά. Δεν το αγαπήσαμε ούτε επειδή ήταν το πιο όμορφο τοπίο, ούτε επειδή ήταν το πιο βολικό, αλλά επειδή εκεί χτίσαμε λιθαράκι-λιθαράκι το «μαζί». Με δάκρυα, γέλια και φωνές. Γι’ αυτό και το αγαπάμε ακόμα. Γιατί κάθε φορά που περνάμε, είτε τυχαία είτε και σκόπιμα, από ‘κει, ζούμε τις αναμνήσεις μας ξανά.
Γιατί είναι το δικό μας σημείο. Το σημείο που ακόμη κι αν όλα έχουν τελειώσει, θα μυρίζει «εμείς» σε κάθε πέρασμά του!
Συντάκτης: Φένια Γκορίτσα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη