Γράφει ο Γιώργος Βασιλορεΐζης
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν κάποιος που είχε πάρει απόφαση να χαρεί τη ζωή του. Νόμιζε ότι για να μπορεί να το κάνει αυτό, έπρεπε να έχει πολλά λεφτά. Σκέφτηκε λοιπόν, έτσι μεθοδικός που ήταν, ότι έπρεπε να χωρίσει τη ζωή του σε δύο μέρη: πρώτα θα έβγαζε αρκετά λεφτά και μετά θα απολάμβανε ό,τι επιθυμούσε η ψυχή του. Υπολόγισε ότι ένα εκατομμύριο δολάρια θα του έφταναν για να ζήσει ήσυχος την υπόλοιπη ζωή του. Αφιέρωσε λοιπόν όλες του τις δυνάμεις στο να κερδίσει χρήματα και να μαζέψει πλούτη.
Επί χρόνια, κάθε Παρασκευή, άνοιγε το βιβλίο εσόδων και άθροιζε τα αγαθά του. “Όταν μαζέψω το εκατομμύριο δεν θα δουλέψω άλλο. Θα είναι η στιγμή της απόλαυσης και της διασκέδασης. Δεν θ’ αφήσω να µου συμβεί αυτό που έπαθαν άλλοι, που όταν έφτασαν στο πρώτο εκατομμύριο άρχισαν να θέλουν κι άλλο. “Και πιστός στην απόφασή του, έφτιαξε µια τεράστια πινακίδα και την κρέμασε στον τοίχο:«Μόνο ένα εκατομμύριο».
Πέρασαν τα χρόνια. Ο άνθρωπος μάζευε λεφτά κι έκανε προσθέσεις. Κάθε φορά ήταν όλο και πιο κοντά στο στόχο του. Όλο και πιο κοντά! Χαμογελούσε αυτάρεσκα όταν σκεφτόταν τις χαρές που τον περίμεναν. Μια Παρασκευή κατάπληκτος βλέπει το τελικό νούμερο: Το άθροισμα ήταν 999.999,75 δολάρια. Έλειπαν µόνο 25 σεντς για να συμπληρωθεί το εκατομμύριο! Πανικόβλητος, αρχίζει να ψάχνει κάθε σακάκι, κάθε παντελόνι, κάθε συρτάρι, μήπως βρει τα λίγα νομίσματα που λείπουν. Δεν ήθελε να περιμένει άλλη µία εβδομάδα. Τελικά, στο τελευταίο συρτάρι βρίσκει τα 25 σεντς που ήθελε. Κάθεται στο γραφείο του, κλείνει τα βιβλία, κοιτάζει την πινακίδα στον τοίχο και μονολογεί: «Και τώρα απολαμβάνουμε…»
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, χτυπάει η πόρτα. Δεν περίμενε κανέναν. Απορημένος, πάει να ανοίξει. Μια γυναίκα ντυμένη στα µαύρα, µ’ ένα δρεπάνι στο χέρι του λέει: «Ήρθε η ώρα σου». Είχε έρθει ο θάνατος να τον πάρει. «Όχι…» ψελλίζει αυτός. «Όχι ακόμη… δεν είμαι έτοιμος». «Ήρθε η ώρα σου» ξαναλέει ο Θάνατος. «Μα πώς… Τα λεφτά… Οι χαρές…»
«Καταλαβαίνω, αλλά ήρθε η ώρα σου». «Σε παρακαλώ, δώσε µου ακόμη ένα χρόνο… Ανέβαλλα τα πάντα γιατί περίμενα αυτή τη στιγμή, σε παρακαλώ…» «Λυπάμαι» λέει ο Θάνατος. «Ας κάνουμε µια συμφωνία» προτείνει αυτός απελπισμένος, «κατάφερα και μάζεψα ένα εκατομμύριο δολάρια. Πάρε τα µισά και δώσε µου ένα χρόνο διορία. Σύμφωνοι; «Όχι.» «Σε παρακαλώ. Πάρε 750.000 και δώσε µου ένα μήνα..» «Δεν έχεις καθόλου διορία». «900.000 για µια εβδομάδα». «Δεν έχεις καθόλου διορία». «Ας κάνουμε κάτι άλλο. Παρ’ τα όλα, και δώσε µου έστω και µία μέρα. Έχω τόσα να πω, τόσο κόσμο να δω, έχω αναβάλει τόσα πράγματα… σε παρακαλώ». «Ήρθε η ώρα σου» επαναλαμβάνει ο Θάνατος, αδιάλλακτος.
Ο άνθρωπος σκύβει το κεφάλι. Αποδέχεται την κατάσταση και παραιτείται από κάθε άλλη προσπάθεια διαπραγμάτευσης. Με περίλυπο ύφος, ζητάει µόνο µία τελευταία χάρη: «Έχω έστω λίγα λεπτά ακόμη;» παρακαλεί. Ο θάνατος βλέπει ακόμη λίγους κόκκους άμμου στην κλεψύδρα του και του λέει: «Εντάξει».
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν κάποιος που είχε πάρει απόφαση να χαρεί τη ζωή του. Νόμιζε ότι για να μπορεί να το κάνει αυτό, έπρεπε να έχει πολλά λεφτά. Σκέφτηκε λοιπόν, έτσι μεθοδικός που ήταν, ότι έπρεπε να χωρίσει τη ζωή του σε δύο μέρη: πρώτα θα έβγαζε αρκετά λεφτά και μετά θα απολάμβανε ό,τι επιθυμούσε η ψυχή του. Υπολόγισε ότι ένα εκατομμύριο δολάρια θα του έφταναν για να ζήσει ήσυχος την υπόλοιπη ζωή του. Αφιέρωσε λοιπόν όλες του τις δυνάμεις στο να κερδίσει χρήματα και να μαζέψει πλούτη.
Επί χρόνια, κάθε Παρασκευή, άνοιγε το βιβλίο εσόδων και άθροιζε τα αγαθά του. “Όταν μαζέψω το εκατομμύριο δεν θα δουλέψω άλλο. Θα είναι η στιγμή της απόλαυσης και της διασκέδασης. Δεν θ’ αφήσω να µου συμβεί αυτό που έπαθαν άλλοι, που όταν έφτασαν στο πρώτο εκατομμύριο άρχισαν να θέλουν κι άλλο. “Και πιστός στην απόφασή του, έφτιαξε µια τεράστια πινακίδα και την κρέμασε στον τοίχο:«Μόνο ένα εκατομμύριο».
Πέρασαν τα χρόνια. Ο άνθρωπος μάζευε λεφτά κι έκανε προσθέσεις. Κάθε φορά ήταν όλο και πιο κοντά στο στόχο του. Όλο και πιο κοντά! Χαμογελούσε αυτάρεσκα όταν σκεφτόταν τις χαρές που τον περίμεναν. Μια Παρασκευή κατάπληκτος βλέπει το τελικό νούμερο: Το άθροισμα ήταν 999.999,75 δολάρια. Έλειπαν µόνο 25 σεντς για να συμπληρωθεί το εκατομμύριο! Πανικόβλητος, αρχίζει να ψάχνει κάθε σακάκι, κάθε παντελόνι, κάθε συρτάρι, μήπως βρει τα λίγα νομίσματα που λείπουν. Δεν ήθελε να περιμένει άλλη µία εβδομάδα. Τελικά, στο τελευταίο συρτάρι βρίσκει τα 25 σεντς που ήθελε. Κάθεται στο γραφείο του, κλείνει τα βιβλία, κοιτάζει την πινακίδα στον τοίχο και μονολογεί: «Και τώρα απολαμβάνουμε…»
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, χτυπάει η πόρτα. Δεν περίμενε κανέναν. Απορημένος, πάει να ανοίξει. Μια γυναίκα ντυμένη στα µαύρα, µ’ ένα δρεπάνι στο χέρι του λέει: «Ήρθε η ώρα σου». Είχε έρθει ο θάνατος να τον πάρει. «Όχι…» ψελλίζει αυτός. «Όχι ακόμη… δεν είμαι έτοιμος». «Ήρθε η ώρα σου» ξαναλέει ο Θάνατος. «Μα πώς… Τα λεφτά… Οι χαρές…»
«Καταλαβαίνω, αλλά ήρθε η ώρα σου». «Σε παρακαλώ, δώσε µου ακόμη ένα χρόνο… Ανέβαλλα τα πάντα γιατί περίμενα αυτή τη στιγμή, σε παρακαλώ…» «Λυπάμαι» λέει ο Θάνατος. «Ας κάνουμε µια συμφωνία» προτείνει αυτός απελπισμένος, «κατάφερα και μάζεψα ένα εκατομμύριο δολάρια. Πάρε τα µισά και δώσε µου ένα χρόνο διορία. Σύμφωνοι; «Όχι.» «Σε παρακαλώ. Πάρε 750.000 και δώσε µου ένα μήνα..» «Δεν έχεις καθόλου διορία». «900.000 για µια εβδομάδα». «Δεν έχεις καθόλου διορία». «Ας κάνουμε κάτι άλλο. Παρ’ τα όλα, και δώσε µου έστω και µία μέρα. Έχω τόσα να πω, τόσο κόσμο να δω, έχω αναβάλει τόσα πράγματα… σε παρακαλώ». «Ήρθε η ώρα σου» επαναλαμβάνει ο Θάνατος, αδιάλλακτος.
Ο άνθρωπος σκύβει το κεφάλι. Αποδέχεται την κατάσταση και παραιτείται από κάθε άλλη προσπάθεια διαπραγμάτευσης. Με περίλυπο ύφος, ζητάει µόνο µία τελευταία χάρη: «Έχω έστω λίγα λεπτά ακόμη;» παρακαλεί. Ο θάνατος βλέπει ακόμη λίγους κόκκους άμμου στην κλεψύδρα του και του λέει: «Εντάξει».
Παίρνει ο άντρας ένα χαρτί και µια πένα από το γραφείο του και γράφει:
“Αναγνώστη: Όποιος κι αν είσαι. Εγώ δεν μπόρεσα να αγοράσω ούτε µία μέρα ζωής µε όλα µου τα λεφτά. Πρόσεξε τι θα κάνεις µε τον χρόνο σου. Είναι η μεγαλύτερη σου περιουσία…”
Πηγή
https://enallaktikidrasi.com
“Αναγνώστη: Όποιος κι αν είσαι. Εγώ δεν μπόρεσα να αγοράσω ούτε µία μέρα ζωής µε όλα µου τα λεφτά. Πρόσεξε τι θα κάνεις µε τον χρόνο σου. Είναι η μεγαλύτερη σου περιουσία…”
Πηγή
https://enallaktikidrasi.com