Από την Έλενα Κορινιώτη
Αν βρεθώ ξανά, στην παλιά γειτονιά μου, θα καθίσω στη ξεθωριασμένη κόκκινη κούνια μου.
Θα μπλέξω τα χέρια μου στις αλυσίδες και χωρίς να το πολυσκεφτώ, με μια σπρωξιά θα βρεθώ στον αέρα.
Θα ξεχάσω ποια είμαι, που πατώ, που βρίσκομαι.
Θα χαμηλώσω τα βλέφαρα μου κι έτσι όπως θα τινάζομαι προς τα μπρος,
θα ξεμακραίνει προς τα πίσω ο λογισμός μου.
Όχι για πολύ.
Για δύο μικρές στιγμούλες, να ξαναγίνω παιδί.
Ένα παιδί που ξέχασα, που πέταξα στην άκρη, σαν ραγισμένη από πορσελάνη κούκλα.
Άδειασε η γειτονιά, φύλο δεν σαλεύει, άνθρωπος ούτε για δείγμα.
Δεν βαριέσαι, θα παίξω κυνηγητό με τα ωραιότερα όνειρα μου.
«Πέντε, δέκα, δεκαπέντε» θα σκαρώσω κρυφτό με τις αλήθειες μου.
Μέχρι το «φτου ξελευθερία» προλαβαίνουν να κρυφτούν
πίσω απ’ τα καλοφτιαγμένα ψέματα μου.
Θα φυσήξω με όλη τη δύναμη μου για να φτιάξω τις ωραιότερες φούσκες από σαπουνάδα.
Κι ύστερα θα τις χαζέψω μαγεμένη έτσι πως θα ανηφορίζουν προς τον ορίζοντα.
Μ’ ένα σκονισμένο ποδήλατο θα σεργιανίσω στα σοκάκια που μεγάλωσα.
Θα προσποιηθώ πως τα σπίτια δεν ερήμωσαν, πως οι άνθρωποι μου δε χάθηκαν
όπως εκείνο το κόκκινο μπαλόνι που γλίστρησε απ’ το χέρι μου ταξιδεύοντας στο «διάστημα»
και με την αστεία κόρνα μου θα διαλύσω τη νεκρική σιγή.
Θα τραγουδήσω τα Κεφαλλονίτικα τραγούδια που μου έμαθε η γιαγιά
και θα κλειδώσω στη χούφτα μου λευκά άνθη από το ανθισμένο γιασεμί
να μοσχοβολήσει ως και η ψυχή μου από την ευωδιά του.
Θα χαθώ στις πολύχρωμες οφθαλμαπάτες ενός καλειδοσκόπιου
και θα αραδιάσω ένα σωρό τρομακτικές ιστορίες στον αδερφό μου.
Για μυθικά πλάσματα κι αερικά.
Τότε που με φόβιζαν μονάχα οι σκιές,
τότε που αγνοούσα πόσο παραπάνω θα με τρόμαζαν οι άνθρωποι.
Θα είναι τα χέρια μου μουτζουρωμένα από τους μαρκαδόρους που κλείνω βιαστικά
και τα παπούτσια μου λερωμένα από τις λάσπες.
Με μια ξεθωριασμένη μπάλα στην αγκαλιά θα κατηφορίσω στα σοκάκια
και θα καλέσω τα παιδιά της γειτονιάς για ένα τελευταίο παιχνίδι στην αλάνα.
Προλαβαίνουμε λες;
Θα ξαπλώσω στο γρασίδι παρατηρώντας τον καρβουνιασμένο ουρανό.
Θα μπερδεύω τα άστρα με τα φώτα των αεροπλάνων
και κάθε τόσο θα ρωτώ `Παππού, αυτό προς τα που πηγαίνει,
Βορρά ή Νότο;`
Άραγε, κι εσύ γλυκέ μου που σε ποια μεριά να σκορπίστηκες;
Αν βρεθώ ξανά στην παλιά γειτονιά μου, θα πάρω πίσω εκείνη την ευχή
που έκανα σε κάποια μακρινά γενέθλια μου.
«Να γίνω γρήγορα μεγάλη.»
Μεγάλη είναι μονάχα η καρδιά του παιδιού που αγαπά άνευ όρων.
Που δεν ξέρει να μετρά καλά για να λογαριάζει πόσα έδωσε και πόσα πήρε.
Ο κόσμος των μεγάλων είναι στενός, μπερδεμένος, προβληματικός.
Αν και μεγάλος αυτός ο ντουνιάς είναι γεμάτος μικρότητες.
Πηγή
http://metaximas.org
Αν βρεθώ ξανά, στην παλιά γειτονιά μου, θα καθίσω στη ξεθωριασμένη κόκκινη κούνια μου.
Θα μπλέξω τα χέρια μου στις αλυσίδες και χωρίς να το πολυσκεφτώ, με μια σπρωξιά θα βρεθώ στον αέρα.
Θα ξεχάσω ποια είμαι, που πατώ, που βρίσκομαι.
Θα χαμηλώσω τα βλέφαρα μου κι έτσι όπως θα τινάζομαι προς τα μπρος,
θα ξεμακραίνει προς τα πίσω ο λογισμός μου.
Όχι για πολύ.
Για δύο μικρές στιγμούλες, να ξαναγίνω παιδί.
Ένα παιδί που ξέχασα, που πέταξα στην άκρη, σαν ραγισμένη από πορσελάνη κούκλα.
Άδειασε η γειτονιά, φύλο δεν σαλεύει, άνθρωπος ούτε για δείγμα.
Δεν βαριέσαι, θα παίξω κυνηγητό με τα ωραιότερα όνειρα μου.
«Πέντε, δέκα, δεκαπέντε» θα σκαρώσω κρυφτό με τις αλήθειες μου.
Μέχρι το «φτου ξελευθερία» προλαβαίνουν να κρυφτούν
πίσω απ’ τα καλοφτιαγμένα ψέματα μου.
Θα φυσήξω με όλη τη δύναμη μου για να φτιάξω τις ωραιότερες φούσκες από σαπουνάδα.
Κι ύστερα θα τις χαζέψω μαγεμένη έτσι πως θα ανηφορίζουν προς τον ορίζοντα.
Μ’ ένα σκονισμένο ποδήλατο θα σεργιανίσω στα σοκάκια που μεγάλωσα.
Θα προσποιηθώ πως τα σπίτια δεν ερήμωσαν, πως οι άνθρωποι μου δε χάθηκαν
όπως εκείνο το κόκκινο μπαλόνι που γλίστρησε απ’ το χέρι μου ταξιδεύοντας στο «διάστημα»
και με την αστεία κόρνα μου θα διαλύσω τη νεκρική σιγή.
Θα τραγουδήσω τα Κεφαλλονίτικα τραγούδια που μου έμαθε η γιαγιά
και θα κλειδώσω στη χούφτα μου λευκά άνθη από το ανθισμένο γιασεμί
να μοσχοβολήσει ως και η ψυχή μου από την ευωδιά του.
Θα χαθώ στις πολύχρωμες οφθαλμαπάτες ενός καλειδοσκόπιου
και θα αραδιάσω ένα σωρό τρομακτικές ιστορίες στον αδερφό μου.
Για μυθικά πλάσματα κι αερικά.
Τότε που με φόβιζαν μονάχα οι σκιές,
τότε που αγνοούσα πόσο παραπάνω θα με τρόμαζαν οι άνθρωποι.
Θα είναι τα χέρια μου μουτζουρωμένα από τους μαρκαδόρους που κλείνω βιαστικά
και τα παπούτσια μου λερωμένα από τις λάσπες.
Με μια ξεθωριασμένη μπάλα στην αγκαλιά θα κατηφορίσω στα σοκάκια
και θα καλέσω τα παιδιά της γειτονιάς για ένα τελευταίο παιχνίδι στην αλάνα.
Προλαβαίνουμε λες;
Θα ξαπλώσω στο γρασίδι παρατηρώντας τον καρβουνιασμένο ουρανό.
Θα μπερδεύω τα άστρα με τα φώτα των αεροπλάνων
και κάθε τόσο θα ρωτώ `Παππού, αυτό προς τα που πηγαίνει,
Βορρά ή Νότο;`
Άραγε, κι εσύ γλυκέ μου που σε ποια μεριά να σκορπίστηκες;
Αν βρεθώ ξανά στην παλιά γειτονιά μου, θα πάρω πίσω εκείνη την ευχή
που έκανα σε κάποια μακρινά γενέθλια μου.
«Να γίνω γρήγορα μεγάλη.»
Μεγάλη είναι μονάχα η καρδιά του παιδιού που αγαπά άνευ όρων.
Που δεν ξέρει να μετρά καλά για να λογαριάζει πόσα έδωσε και πόσα πήρε.
Ο κόσμος των μεγάλων είναι στενός, μπερδεμένος, προβληματικός.
Αν και μεγάλος αυτός ο ντουνιάς είναι γεμάτος μικρότητες.
Πηγή
http://metaximas.org