Από τη Λίνα Κατσίκα
Μπήκε στο αμάξι της με διάθεση που της προέτρεπε το αντίθετο. Έσερνε τα βήματά της. Οι κινήσεις της αργές, νωχελικές. Έβγαλε τα κλειδιά από την τσάντα της και έβαλε μπρος τη μηχανή. Βολεύοντας τον κεντρικό καθρέφτη του αυτοκινήτου, τον γύρισε για λίγο προς το μέρος της, κοιτάζοντας το είδωλό της. Οι στρώσεις μεικ απ δεν είχαν καταφέρει να καλύψουν τους μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια της. Τον επανέφερε στη σωστή του θέση και ξεκίνησε.
Έκλεισε και τη μουσική. Ήθελε να μείνει με τις σκέψεις της, να σουλατσάρουν στο μυαλό της, χωρίς να τις εμποδίζει κανένας ήχος, πέρα από αυτόν του αυτοκινήτου που κινούνταν. Δεν ήθελε τίποτε ανάμεσα σ΄εκείνη και σ΄αυτές, καθώς όλες τους ενσάρκωναν εκείνον.
Μπήκε στο αμάξι της με διάθεση που της προέτρεπε το αντίθετο. Έσερνε τα βήματά της. Οι κινήσεις της αργές, νωχελικές. Έβγαλε τα κλειδιά από την τσάντα της και έβαλε μπρος τη μηχανή. Βολεύοντας τον κεντρικό καθρέφτη του αυτοκινήτου, τον γύρισε για λίγο προς το μέρος της, κοιτάζοντας το είδωλό της. Οι στρώσεις μεικ απ δεν είχαν καταφέρει να καλύψουν τους μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια της. Τον επανέφερε στη σωστή του θέση και ξεκίνησε.
Έκλεισε και τη μουσική. Ήθελε να μείνει με τις σκέψεις της, να σουλατσάρουν στο μυαλό της, χωρίς να τις εμποδίζει κανένας ήχος, πέρα από αυτόν του αυτοκινήτου που κινούνταν. Δεν ήθελε τίποτε ανάμεσα σ΄εκείνη και σ΄αυτές, καθώς όλες τους ενσάρκωναν εκείνον.
Αποζητούσε λίγο παραπάνω χρόνο μαζί του κι ας ήταν ένα σύννεφο, μια απουσία που πλέον την πονούσε. Ήξερε ότι θα ήταν έτσι. Μια σύντομη συνάντηση. Ένα πάθος που έψαχνε καιρό τώρα τον αποδέκτη του κι ας κρατούσε λίγο, όσο και η συνεύρεση τους. Από κει κι έπειτα θα ξεκινούσε η αδημονία της επόμενης συνάντησης, έχοντας θάψει και οι δυο «κάρβουνα αναμμένα στη στάχτη της φωτιάς τους».
Γεμάτη λοιπόν η σκέψη της από εκείνον. Ζούσε λεπτό προς λεπτό το κοντινό της χθες. Πόσο όμορφος! Κι αυτά τα μάτια του, κατάμαυρα, γεμάτα φλόγα και πάθος για κείνη. Σκέφτονταν τα χείλη του. Αναζητούσαν λαίμαργα τα δικά της, όλη την ώρα που σφίγγοντας την στην αγκαλιά του, της χάριζε ένα έρωτα τρελό, αλήτικο, πρωτόγνωρο για εκείνη. Πόσο δύσκολος ήταν και για τους δυο ο αποχωρισμός τους. Πίστευε πως ήταν η αδύναμη της υπόθεσης, μα γελάστηκε. Κι εκείνος δεν ήθελε να την αφήσει από την αγκαλιά του. Έπρεπε όμως. Για λίγο, για πολύ; Ποιος ξέρει; Η ανάμνηση του τελευταίου του φιλιού την έκανε για άλλη μια φορά να ριγήσει. Κι αυτό την πόνεσε συνάμα.
Συνέχισε να οδηγεί αργά. Ήθελε, πριν επιστρέψει στην καθημερινότητά της, να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της, ελπίζοντας να μην αργήσει πολύ η στιγμή που θα την ξαναβάλει ανάμεσα στα χέρια του.
Πηγή
http://metaximas.org
Γεμάτη λοιπόν η σκέψη της από εκείνον. Ζούσε λεπτό προς λεπτό το κοντινό της χθες. Πόσο όμορφος! Κι αυτά τα μάτια του, κατάμαυρα, γεμάτα φλόγα και πάθος για κείνη. Σκέφτονταν τα χείλη του. Αναζητούσαν λαίμαργα τα δικά της, όλη την ώρα που σφίγγοντας την στην αγκαλιά του, της χάριζε ένα έρωτα τρελό, αλήτικο, πρωτόγνωρο για εκείνη. Πόσο δύσκολος ήταν και για τους δυο ο αποχωρισμός τους. Πίστευε πως ήταν η αδύναμη της υπόθεσης, μα γελάστηκε. Κι εκείνος δεν ήθελε να την αφήσει από την αγκαλιά του. Έπρεπε όμως. Για λίγο, για πολύ; Ποιος ξέρει; Η ανάμνηση του τελευταίου του φιλιού την έκανε για άλλη μια φορά να ριγήσει. Κι αυτό την πόνεσε συνάμα.
Συνέχισε να οδηγεί αργά. Ήθελε, πριν επιστρέψει στην καθημερινότητά της, να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της, ελπίζοντας να μην αργήσει πολύ η στιγμή που θα την ξαναβάλει ανάμεσα στα χέρια του.
Πηγή
http://metaximas.org