Γεννιέσαι βουτηγμένος μέσα σε πρέπει και μη. Μέσα σε μία θάλασσα από αυτά: Μην πιάνεις αυτό. Μην κλαις. Μη φας αυτό. Μη φεύγεις μακριά. Μην αντιδράς έτσι. Δεν πρέπει να είσαι έτσι. Πρέπει να φέρεσαι σωστά. Πρέπει να μεγαλώσεις. Πρέπει να μάθεις. Μη μιλάς.
Μη, μη, μη και μη.
Κι ενώ μεγαλώνοντας μαθαίνεις να κολυμπάς ανάμεσά τους, χωρίς να σε επηρεάζουν τόσο όσο στην αρχή -μεγάλο επίτευγμα αυτό, να ξέρεις-, αρχίζεις να συνειδητοποιείς πως αυτά τα πρέπει και τα μη, δε θα τελειώσουν ποτέ. Όσο μεγαλώνεις θα έχεις άλλα. Κι άλλα. Μεγαλύτερες υποχρεώσεις, αλλιώτικα πρέπει και διαφοροποιημένα μη. Σαν να μεγαλώνουν κι αυτά και να προσαρμόζονται στα μέτρα σου. Σαν να είναι κομμάτια δικά σου. Και τότε είναι που αρχίζεις να πνίγεσαι.
Γιατί προσπάθησες να κολυμπήσεις μακριά τους, αλλά δεν τα κατάφερες. Προσπάθησες ν’ αλλάξεις νοοτροπία, αλλά στάθηκες άτυχος. Τόσο άτυχος που ακόμη κι οι τσούχτρες κάπου εκεί στον πάτο σε έβλεπαν και γελούσαν. Τα δικά σου πρέπει και μη ήταν πάντα διαφορετικά απ’ των άλλων.
Και κάπως έτσι αρχίζεις να διαμορφώνεις το καβούκι σου. Ένα καβούκι, το οποίο θα σε προστατέψει απ’ τον κόσμο. Θα σε κρατήσει μακριά από κάθε είδους έκθεση συναισθημάτων. Δε θα σε μάθει να φέρεσαι, αλλά θα σε μάθει να κρατάς τα πολύ σημαντικά για εσένα. Και για σένα, σημαντικό δεν ήταν τίποτα άλλο πέρα απ’ το συναίσθημα. Το συναίσθημα του να ζεις.
Αφού η κοινωνία και κατ’ επέκταση οι άνθρωποι που την περιβάλλουν στάθηκαν ανεπαρκείς για να καταλάβουν πως τα συναισθήματα είναι η βάση της λογικής με την οποία ζουν και την οποία υποστηρίζουν. Ωστόσο, πολλές φορές, τους στέκεται ως τροχοπέδη στα συναισθήματά τους. Γιατί έτσι πρέπει.
Δεν ήσουν εσύ αδύναμος, αν δεν κατάφερες να τους ακολουθήσεις. Ούτε τρελός αν το κόκκινό τους το έβλεπες πορτοκαλί. Ήσουν απλώς διαφορετικός. Ξεχωριστός. Κι αυτό είναι κάτι που η κοινωνία μας φοβάται.
Πόσες φορές όμως ήθελες να φωνάξεις αυτά που νιώθεις; Να εκφράσεις ό,τι συναίσθημα σε κυριεύει την τάδε στιγμή; Να το βγάλεις από μέσα σου, να ξεσκάσεις, βρε αδελφέ. Να το μοιραστείς για να το κάνεις πιο υποφερτό. Αντ’ αυτού κράτησες το στόμα σου κλειστό και γελούσες μ’ όποιον έβλεπες να το κάνει. Γιατί έτσι σου έμαθαν.
Πρέπει να τους εκτιμάς όμως αυτούς που το κάνουν. Γιατί πάνε ενάντια σ’ ό,τι προστάζει η κοινωνία έχοντας σαν πανό τα συναισθήματά τους. Δεν τους νοιάζει να εκτεθούν. Δεν τους νοιάζει, αν ο κόσμος τους δει γυμνούς από προκαταλήψεις και στερεότυπα. Αν καταλάβει ποιοι πραγματικά είναι. Τους ενδιαφέρει μόνο να εκφραστούν και να μοιραστούν ελεύθερα καθετί που τους τρώει τα σωθικά. Γιατί η ζωή είναι μικρή για να καταπίνεις συναισθήματα. Κι αυτοί το έχουν καταλάβει έγκαιρα.
Γι’ αυτό σου λέω, να τους εκτιμάς και να τους παίρνεις αγκαλιά αυτούς τους τύπους. Γιατί είναι αυτοί που θα σου πουν το πρώτο σ’ αγαπώ που θ’ ακούσεις και την πρώτη αλήθεια που με πίκρα θα γευτείς. Είναι αυτοί που δεν ανήκουν στην κοινωνία, αλλά αντιθέτως η κοινωνία ανήκει σ’ αυτούς. Αυτούς τους τρελούς που η ζωή τους έχει φερθεί άδικα και το έχουν αποδεχτεί, το έχουν ζήσει και δεν έχουν κρυφτεί πίσω από μάσκες.
Αυτούς που η ζωή κι η κοινωνία τους χρωστάει κι είναι διατεθειμένοι να πάρουν πίσω κάθε χαρά που τους αξίζει.
Μη, μη, μη και μη.
Κι ενώ μεγαλώνοντας μαθαίνεις να κολυμπάς ανάμεσά τους, χωρίς να σε επηρεάζουν τόσο όσο στην αρχή -μεγάλο επίτευγμα αυτό, να ξέρεις-, αρχίζεις να συνειδητοποιείς πως αυτά τα πρέπει και τα μη, δε θα τελειώσουν ποτέ. Όσο μεγαλώνεις θα έχεις άλλα. Κι άλλα. Μεγαλύτερες υποχρεώσεις, αλλιώτικα πρέπει και διαφοροποιημένα μη. Σαν να μεγαλώνουν κι αυτά και να προσαρμόζονται στα μέτρα σου. Σαν να είναι κομμάτια δικά σου. Και τότε είναι που αρχίζεις να πνίγεσαι.
Γιατί προσπάθησες να κολυμπήσεις μακριά τους, αλλά δεν τα κατάφερες. Προσπάθησες ν’ αλλάξεις νοοτροπία, αλλά στάθηκες άτυχος. Τόσο άτυχος που ακόμη κι οι τσούχτρες κάπου εκεί στον πάτο σε έβλεπαν και γελούσαν. Τα δικά σου πρέπει και μη ήταν πάντα διαφορετικά απ’ των άλλων.
Και κάπως έτσι αρχίζεις να διαμορφώνεις το καβούκι σου. Ένα καβούκι, το οποίο θα σε προστατέψει απ’ τον κόσμο. Θα σε κρατήσει μακριά από κάθε είδους έκθεση συναισθημάτων. Δε θα σε μάθει να φέρεσαι, αλλά θα σε μάθει να κρατάς τα πολύ σημαντικά για εσένα. Και για σένα, σημαντικό δεν ήταν τίποτα άλλο πέρα απ’ το συναίσθημα. Το συναίσθημα του να ζεις.
Αφού η κοινωνία και κατ’ επέκταση οι άνθρωποι που την περιβάλλουν στάθηκαν ανεπαρκείς για να καταλάβουν πως τα συναισθήματα είναι η βάση της λογικής με την οποία ζουν και την οποία υποστηρίζουν. Ωστόσο, πολλές φορές, τους στέκεται ως τροχοπέδη στα συναισθήματά τους. Γιατί έτσι πρέπει.
Δεν ήσουν εσύ αδύναμος, αν δεν κατάφερες να τους ακολουθήσεις. Ούτε τρελός αν το κόκκινό τους το έβλεπες πορτοκαλί. Ήσουν απλώς διαφορετικός. Ξεχωριστός. Κι αυτό είναι κάτι που η κοινωνία μας φοβάται.
Πόσες φορές όμως ήθελες να φωνάξεις αυτά που νιώθεις; Να εκφράσεις ό,τι συναίσθημα σε κυριεύει την τάδε στιγμή; Να το βγάλεις από μέσα σου, να ξεσκάσεις, βρε αδελφέ. Να το μοιραστείς για να το κάνεις πιο υποφερτό. Αντ’ αυτού κράτησες το στόμα σου κλειστό και γελούσες μ’ όποιον έβλεπες να το κάνει. Γιατί έτσι σου έμαθαν.
Πρέπει να τους εκτιμάς όμως αυτούς που το κάνουν. Γιατί πάνε ενάντια σ’ ό,τι προστάζει η κοινωνία έχοντας σαν πανό τα συναισθήματά τους. Δεν τους νοιάζει να εκτεθούν. Δεν τους νοιάζει, αν ο κόσμος τους δει γυμνούς από προκαταλήψεις και στερεότυπα. Αν καταλάβει ποιοι πραγματικά είναι. Τους ενδιαφέρει μόνο να εκφραστούν και να μοιραστούν ελεύθερα καθετί που τους τρώει τα σωθικά. Γιατί η ζωή είναι μικρή για να καταπίνεις συναισθήματα. Κι αυτοί το έχουν καταλάβει έγκαιρα.
Γι’ αυτό σου λέω, να τους εκτιμάς και να τους παίρνεις αγκαλιά αυτούς τους τύπους. Γιατί είναι αυτοί που θα σου πουν το πρώτο σ’ αγαπώ που θ’ ακούσεις και την πρώτη αλήθεια που με πίκρα θα γευτείς. Είναι αυτοί που δεν ανήκουν στην κοινωνία, αλλά αντιθέτως η κοινωνία ανήκει σ’ αυτούς. Αυτούς τους τρελούς που η ζωή τους έχει φερθεί άδικα και το έχουν αποδεχτεί, το έχουν ζήσει και δεν έχουν κρυφτεί πίσω από μάσκες.
Αυτούς που η ζωή κι η κοινωνία τους χρωστάει κι είναι διατεθειμένοι να πάρουν πίσω κάθε χαρά που τους αξίζει.
Αφού αυτό είναι το συναίσθημα: τρέλα.
Επιμέλεια κειμένου Μαρίας Διακουράκη: Νάννου Αναστασία.
Συντάκτης: Μαρία Διακουράκη
Επιμέλεια κειμένου Μαρίας Διακουράκη: Νάννου Αναστασία.
Συντάκτης: Μαρία Διακουράκη