Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2019

Στάσου ακίνητος για μια στιγμή, και θα δεις τον κόσμο να αλλάζει μπρος στα μάτια σου..

Γράφει η Άντζελα Καμπέρου

Στέκομαι στο πεζοδρόμιο. Άνθρωποι περνάνε από μπροστά μου τόσο γρήγορα, που θολώνουν. Μοιάζουν βγαλμένοι από ταινία, σκηνές που θολώνουν, μεταμορφώνονται σε άσπρες συμπυκνωμένες γραμμές, επειδή ο χρόνος τρέχει.

Χτυπάω τα δάχτυλά μου και τον παγώνω. Τον σταματάω εκεί. Και κοιτάζω γύρω μου, περιεργάζομαι τους ανθρώπους που περνάνε από δίπλα μου. Κάποιοι δεν έχουν τον χρόνο να με κοιτάξουν, άλλοι την διάθεση, το αποτέλεσμα είναι ίδιο. Πλήρης αδιαφορία. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Κι όμως , τόσο ίδιοι μέσα στη διαφορετικότητά μας.

Κάθομαι και τους κοιτάζω. Καθένας είναι διαφορετικός, μα συνάμα τόσο ίδιος. Θυμίζουν σταγόνες βροχής. Κάθε μία είναι ταυτόχρονα διαφορετική αλλά και τόσο ίδια με την άλλη. Άλλες πιο μεγάλες, άλλες πιο μικρές, μα η ουσία τους, η σύστασή τους είναι ίδια. Νερό.

Κοιτάζω έναν κύριο, μεγάλης ηλικίας, το πρόσωπό του σπασμένο, τα χέρια του ροζιασμένα από τις κακουχίες, οι γραμμές στο πρόσωπό του προδίδουν τις εμπειρίες του. Λύπες και χαρές, όλα εκεί. Έχει όμως μια γλύκα στο πρόσωπό του, παρά την εμφανή του κούραση, μία γαλήνη. Το βλέμμα του ταξιδεύει αλλού, θαρρείς πως σκέφτεται κάποια χρόνια περασμένα, κάποιες αναμνήσεις γεμάτες χαρά και θαλπωρή. Μου θυμίζει ανοιξιάτικη βροχούλα αυτός ο κύριος. Αυτή τη βροχή που ψιχαλίζει, αλλά έχει ταυτόχρονα ζέστη και έπειτα από λίγο βγαίνει ο ήλιος.

Χαμογελάω και στρέφω το βλέμμα μου σε κάποιον άλλο άνθρωπο. Και ξαφνικά, όλοι γύρω μου δεν είναι πλέον απλοί άνθρωποι. Οι εμπειρίες τους, οι αναμνήσεις τους, οι δυσκολίες και οι χαρές τους είναι ξεκάθαρα αποτυπωμένες πάνω τους. Καθένας θυμίζει και κάτι διαφορετικό. Μια κυρία είναι μια αστραπιαία μπόρα, συνοφρυωμένη και νευριασμένη μιλάει στο κινητό, αλλά μπορείς να καταλάβεις πως σε λίγο θα της έχει περάσει. 

Ένας άλλος κύριος είναι η διαρκής και αμυδρή βροχή του Λονδίνου. Αυτή η μελαγχολική, που δεν σου επιτρέπει να χαμογελάσεις, παρά να σκύψεις το κεφάλι και να συνεχίσεις να περπατάς αδιάφορα. Σκυθρωπός, με χαμηλωμένο βλέμμα και τόσο μα τόσο ανέκφραστος. Λες και κάποιος του έκλεψε τα χρώματά του.

Και εκεί συνειδητοποιώ πως αν σταθείς ένα λεπτό, ένα μονάχα λεπτό και παρατηρήσεις τον κόσμο γύρω σου, μπορούν να αλλάξουν τόσα πολλά. Μέσα σε ένα λεπτό μπορεί να αλλάξει ολόκληρος ο τρόπος σκέψης σου. 

Μέσα σε μια στιγμή οι άνθρωποι έπαψαν να είναι μια μάζα από κόκκαλα, δέρμα και τρίχες. Μετατράπηκαν σε ένα σύμπλεγμα συναισθημάτων. Ένα κράμα φύσης και συναισθήματος. Έπαψαν να είναι απλή βιολογία, απέκτησαν και άλλη υπόσταση, άυλη μεν, υπόσταση δε. 
Και μ’ αρέσει, αχ, πως μ’ αρέσει.
Εγώ άραγε τι να είμαι;

Πηγή
http://www.loveletters.gr