Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Εκείνα τα μυστήρια πλάσματα που κοιτάνε τη ζωή να περνάει...

Γράφει η Περσεφόνη Χρυσαφίδου

Η ζωή δεν περνάει μέσα από τα χέρια μας. Ό,τι ζήσαμε, ό,τι αγαπήσαμε, ό,τι ποθήσαμε και θαυμάσαμε το κρύψανε τα μάτια μας. Κι έτσι απλά, άλλες φορές οι εικόνες γίνανε δάκρυα και κάποιες άλλες χαμόγελα και ευτυχία. Η ζωή περνάει από τα μάτια μας, αυτά είναι η εξωτερική μορφή της ψυχής μας.

Και ενώ υποτίθεται πως δε θα έπρεπε να είμαστε απλοί θεατές της δικής μας ζωής, πολύ συχνά στεκόμαστε μπροστά σε μια γωνιά στο παλιό μας παράθυρο και αφήνουμε τις εγκλωβισμένες εικόνες του μυαλού μας να ξεπηδήσουν και να πάρουν σάρκα και οστά, καθώς το βλέμμα χάνεται στο άπειρο.

Το κάνουμε και την ίδια ακριβώς στιγμή κατηγορούμε τους εαυτούς μας για το πώς σπαταλάμε τον χρόνο μας. Το εξισώνουμε με την πλήξη, τη ματαιότητα, τη μη παραγωγικότητα, το απόλυτο κενό, μα η βουβή αυτή εικόνα κρύβει τον πιο πλούσιο εσωτερικό θόρυβο ενός μυαλού σε απόλυτη εγρήγορση και εναρμόνιση με τα συναισθήματα. Και αυτό, γιατί για να ακούσουμε τις σκέψεις μας πρέπει να απομονωθούμε.

Κοιτάζουμε έξω από το παράθυρο τη στιγμή που νιώθουμε μόνοι. Αφήνουμε τους εαυτούς μας ξέπνοους πάνω σε παγωμένα τζάμια και αναρωτιόμαστε πού πήγε η όρεξη για ζωή. Κοιτάζουμε τους περαστικούς, γινόμαστε για λίγο κομμάτι της ζωής τους, προσπαθούμε να τους συγκρίνουμε μ’ εμάς και άλλους τους ζηλεύουμε που μπορούν και περπατούν με το κεφάλι ψηλά, ενώ αναγνωρίζουμε αμέσως εκείνους με τις γερμένες πλάτες και τα σκυμμένα από εγκλωβισμένες σκέψεις κεφάλια.

Κοιτάζουμε από το παράθυρο ψάχνοντας εκείνη την ελπίδα που τη στηρίξαμε σε σκουριασμένα θεμέλια και μείναμε με τη γεύση της λαχτάρας και της προσμονής στην καρδιά. Είναι σχεδόν μαγικό το συναίσθημα του να έχεις τόσα όνειρα στο κεφάλι σου, τόσες λέξεις κάτω από τη γλώσσα σου, τόσες μυρωδιές για αναμνήσεις και όλα να ξεπηδούν, να σε κατακλύζουν και να σε παρασέρνουν στον κόσμο τους, ενώ εσύ παραμένεις ακίνητος, μπροστά σ’ ένα θολωμένο παράθυρο, ατσαλάκωτος, ψυχρός, μα κατά βάθος τόσο ευάλωτος.

Κοιτάζουμε από το παράθυρο, γιατί φοβόμαστε να κοιτάξουμε τους καθρέφτες μας και να έρθουμε αντιμέτωποι με την αλήθεια. Βλέπεις με το μυαλό τα φέρνουμε βόλτα, του αντιμιλάμε σχεδόν πάντα, του λέμε να κάνει ησυχία, το κατηγορούμε ότι αυτό φταίει που είναι πιο δυνατό απ’ την καρδιά.

Αφηνόμαστε να μας παρασέρνει το μαύρο του ουρανού τη νύχτα και εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στ’ αστέρια και σ’ εκείνο το ολόγιομο φεγγάρι, που σαν ξημερώσει λησμονεί ότι κουβαλάει πάνω του τα “σ’ αγαπώ” και τα “μακάρι” τόσων και τόσων δυνητικά ευτυχισμένων.

Κοιτάζουμε από το παράθυρο, γιατί θέλουμε να νιώσουμε για λίγο αδύναμοι, γιατί βαρεθήκαμε να είμαστε αυτοί που τα καταφέρνουν όλα, γιατί θέλουμε κάποιος να σηκώσει το κεφάλι του ψηλά και να μας δει εκεί. Να κοιτάξει μέσα στα μάτια μας και να αναρωτηθεί τι μας συμβαίνει.

Αφηνόμαστε μ’ ένα βλέμμα πιο γεμάτο από ποτέ κι ένα κρασί που κρέμεται από το χέρι και θέλουμε να παρακαλέσουμε για μία αγκαλιά, για ένα σκίρτημα της καρδιάς, για μία ένδειξη ότι η ζωή συνεχίζεται, ότι κάποτε θα ξανααγαπήσουμε, ότι κάποτε θα ξαναερωτευτούμε, ότι κάποτε δε θα λέμε ψέμματα για το ποιοι είμαστε.
Κοιτάζουμε από το παράθυρο γιατί θέλουμε να φωνάξουμε πως μετανιώσαμε, πως τελικά δεν αντέχουμε τη μοναξιά, πως φοβόμαστε κάθε που βραδιάζει, πως ζητάμε να μας καταλάβουν, πως έχουμε ανάγκη την ανθρώπινη επαφή.

Νομίζουμε ότι κοιτάζουμε χωρίς λόγο, άλλα όσοι αφέθηκαν να “χαζεύουν” από το παράθυρο είναι πλάσματα μυστήρια. Έχουν μια ζωή στα μάτια τους που ποτέ δε θα μάθεις, αν δεν τολμήσεις να κοιτάξεις πίσω από το απόμακρο κενό τους.

Πηγή
http://www.loveletters.gr