Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2019

Όταν η καρδιά φωνάζει, η λογική σιωπά…

Γράφει η Ντέμη Καργάτζη

– Έλα ξάπλωσε στο πίσω κάθισμα να ξεκουραστείς. Θα οδηγήσω εγώ σήμερα.

– Ευτυχώς που έχω κι εσένα. Είμαι χάλια οδηγός, για τίποτα δεν κάνω πια. Μόνο καταστροφές ξέρω να προκαλώ.

– Στα έλεγα εγώ, βρε μάτια μου. Δεν είσαι εσύ για να παίρνεις αποφάσεις. Καλύτερα δεν είναι να μ’ ακούς; Να, δες τώρα. Βγαίνουμε στην Εθνική Οδό. Βλέπεις πόσο προσεκτική είμαι; Κοιτάζω μια αριστερά, μια δεξιά και μετά πάλι αριστερά… Κοιμήθηκες;

Η καρδιά δεν απάντησε. Είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση. Δεν ήθελα να μιλήσει σε κανένα μετά το ρεζιλίκι της. Μα πώς είναι δυνατόν να μην το σκέφτηκε; Πως στο καλό η λογική το ήξερε πως θα συμβεί; Έπρεπε από την πρώτη στιγμή να την είχε ακούσει. Να τ’ αποτελέσματα λοιπόν. Πάλι πληγώθηκε.

Έτσι ήταν από παιδάκι. Πάντα ανέμελη, να βουτά μέσα στις λάσπες, να τρέχει σε κακοτράχαλους δρόμους και να γκρεμοτσακίζεται. Μια ζωή με λερωμένα ρούχα και γδαρμένα πόδια. Για φουστάνια και καθωσπρεπισμούς ούτε λόγος.

– Δε θέλω σου είπα! Δε θέλω να το βάλω εγώ αυτό! Θέλω να ‘μαι ελεύθερη!

– Δεν γίνεται παιδί μου να κυκλοφορείς άλλο πια με το βρακί και ξυπόλυτη. Μεγάλωσες πια Καρδούλα μου! Να, έλα να βάλουμε κι ένα φιόγκο στα μαλλάκια σου να δείχνεις πιο όμορφη.

Κι όσο η λογική μιλούσε για τρίχες και τακτοποίηση κι άλλα τέτοια ανιαρά, άλλο τόσο η καρδιά έχωνε τα δάχτυλά της μες στο κεφάλι της για ν’ ανακατώσει τα μαλλιά της. Ασυμβίβαστο παιδί κι ατίθασο. Δε σήκωνε αυτή από διαταγές κι ας έσπαγε τα μούτρα της. Αυτό που της ξημέρωνε, αυτό ήταν.

Πάντα υγρά τα μάτια της να λαμποκοπούν και κατακόκκινα τα μαγουλάκια της σαν τα κεράσια. Με τη λογική ήταν δίδυμες, βλέπεις, μα λες και καθεμιά γεννήθηκε από άλλη μάνα. Η μέρα με τη νύχτα λες και μεγάλωσαν σε διαφορετική οικογένεια. Η καρδιά άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε έξω. Είχε σουρουπώσει. Η λογική ήταν πασσαλωμένη στο τιμόνι με τα μάτια ακόμα ορθάνοιχτα.

– Δεν κουράστηκες ακόμα; Άσε να πάρω εγώ το τιμόνι για λίγο.

– Όχι, είμαι μια χαρά!

– Και που πάμε τώρα;

– Πάμε στα Σίγουρα.

– Και τι θα κάνουμε εκεί;

– Εκεί θα ηρεμήσουμε και θα είμαστε ασφαλείς. Δεν πρόκειται κανείς να μας πληγώσει.

– Εμείς τους αγαπάμε εκεί που θα πάμε;

– Θα τους αγαπήσουμε.

– Γιατί;

– Για το καλό μας…

– Δεν γίνονται αυτά με το ζόρι βρε λογική. Βαριέμαι και μόνο που τ’ ακούω. Έλα, έλα σταμάτα να οδηγήσω εγώ. Θέλω να πάμε πίσω.

– Είσαι με τα καλά σου παιδί μου; Τόσο δρόμο έχουμε κάνει, δε γυρίζουμε τώρα πίσω. Άσε που εκεί δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει! Να δεις που τίποτα όρθιο δε θα ΄χει μείνει. Έρημος τόπος…

– Πάμε που σου λέω! Πάμε να δούμε! Θα τα ξαναφτιάξουμε όλα, θα δεις.

Η καρδιά ανασηκώθηκε και πήδηξε ανάμεσα απ’ τα καθίσματα. Βρέθηκε στη θέση του συνοδηγού.
– Θα μας σκοτώσεις, χαζή! Μείνε στη θέση σου κι άσε με να συγκεντρωθώ στην οδήγησή μου!

Η καρδιά είχε θυμώσει τόσο πολύ που σκέφτηκε ν’ ανοίξει την πόρτα και να βρεθεί στη μέση του δρόμου. Μα την αγαπούσε…

– Για μια φορά μόνο, σε παρακαλώ! Άσε με να πάμε εκεί που θέλω. Στο υπόσχομαι πως θα ‘ναι ωραία. Κάνε μου το χατίρι και γύρνα πίσω.

– Παραιτούμαι! Δεν αντέχεται πια αυτό το πείσμα σου! Μια ζωή κακομαθημένο.

Η λογική σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Η Καρδιά κάθισε στη θέση του οδηγού και δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσουν πίσω. Ήταν τόσο ενθουσιασμένη. Άνοιξε το ραδιόφωνο, δυνάμωσε τη μουσική. Πάντα της άρεσε η ένταση κι η φασαρία, το πάθος, το λάθος κι η ζωή. 

Ζωή ‘λέγαν και τη μάνα της. 
Σοφή γυναίκα με τα όλα της. Τότε θυμήθηκε τα λόγια της:

– Έξω, καρδιά! Έξω! Προχώρα και μη σε νοιάζει. 
Πήγαινε να βρεις αυτό που θες κι αυτό που αγαπάς. 
Πάντα στην ευτυχία να πηγαίνεις. 
Φοβάται η λογική, μα μην της κακιώνεις. 
Στο τέλος πάντα θα σ’ ακολουθεί. 
Εμπρός, καρδιά μου! Ζήσε!
Πηγή
http://www.loveletters.gr