Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Στη ζωή υπάρχει ένας έρωτας, μόνο ένας, στον οποίο δε βάζεις τελεία ποτέ. Ήταν έρωτας με τη πρώτη ματιά, ήταν εκείνος ο ένας, ο διαφορετικός και ο αλλιώτικος, που θα έχει να θυμάται για πάντα.
Στη ζωή υπάρχει ένας έρωτας, μόνο ένας, στον οποίο δε βάζεις τελεία ποτέ. Ήταν έρωτας με τη πρώτη ματιά, ήταν εκείνος ο ένας, ο διαφορετικός και ο αλλιώτικος, που θα έχει να θυμάται για πάντα.
Εκείνος που ήρθε απρόσμενα, της χτύπησε τη πόρτα και έμεινε, καιρό. Ο σημαδεμένος καλά, που άφησε πάνω τις ένα σωρό πληγές που αιμορραγούσαν από αγάπη και ζεστασιά.
Ήταν εκείνος που φωτίζονταν το σύμπαν κάθε φορά που θα χαμογελούσε και η καρδιά της θα χόρευε σε ξέφρενους ρυθμούς σα ρυθμική μπάντα. Το πρόσωπό της θα ηρεμούσε και θα γαλήνευε ταυτόχρονα, σα να είχε περάσει από πάνω της μια καλή νεράιδα που της ράντιζε το δρόμο που περνούσε με μαγικό ραβδί. Το μέσα της χοροπηδούσε από λαχτάρα να τον δει, και η συντροφιά του, έμοιαζε με βάλσαμο βαθύ σε κάθε κακό που θα ερχόταν.
Ήταν έρωτας, αληθινός, αμοιβαίος, που άντεξε καιρό και πάλευε για λίγο ακόμα. Που έκανε όνειρα φωναχτά και στόλιζε τα μαύρα σύννεφα με χρώματα του δειλινού. Ήταν ώριμος, παράφορος και αμοιβαίος. Έφεγγε στο σκοτάδι μοιράζοντας φως και στους πιο σκοτεινούς ανθρώπους.
Ερωτεύτηκαν όπως δεν είχαν ερωτευτεί ξανά ποτέ. Ζούσαν τις πιο όμορφες στιγμές και χαμογελούσε η ψυχή τους, μέσα από όμορφα λόγια και ειλικρινή. Όσο δυνατά και αν έβρεχε, εκείνοι έψαχναν πάντα ένα ουράνιο τόξο να προσπαθεί να ξεπροβάλει από μια γωνιά του ουρανού, δίνοντας τη θέση που του αναλογεί.
Περνούσαν ώρες μαζί, που τους φαινόταν δευτερόλεπτα. Γέμιζαν με την αγάπη τους καζάνια, για να έχουν απόθεμα μη τυχόν στον επόμενο ξεμείνουν. Ζούσαν μαζί σαν το αύριο να μην υπήρχε και τραγουδούσαν τραγούδια χαράς που έβγαιναν από τα σωθικά τους.
Ήταν ο ένας το καλύτερο του άλλου και προχωρούσαν, προχωρούσαν σαν το τέρμα να μη τους περίμενε ποτέ. Ήταν ο,τι είχαν ονειρευτεί και αποδεχτεί, ακόμα και στο τέλος. Που όταν ήρθε το άφησαν να μείνει, δίνοντας την υπόσχεση πως η τελεία μεταξύ τους, δε θα μπει ποτέ.
Πηγή
http://www.loveletters.gr
Ήταν εκείνος που φωτίζονταν το σύμπαν κάθε φορά που θα χαμογελούσε και η καρδιά της θα χόρευε σε ξέφρενους ρυθμούς σα ρυθμική μπάντα. Το πρόσωπό της θα ηρεμούσε και θα γαλήνευε ταυτόχρονα, σα να είχε περάσει από πάνω της μια καλή νεράιδα που της ράντιζε το δρόμο που περνούσε με μαγικό ραβδί. Το μέσα της χοροπηδούσε από λαχτάρα να τον δει, και η συντροφιά του, έμοιαζε με βάλσαμο βαθύ σε κάθε κακό που θα ερχόταν.
Ήταν έρωτας, αληθινός, αμοιβαίος, που άντεξε καιρό και πάλευε για λίγο ακόμα. Που έκανε όνειρα φωναχτά και στόλιζε τα μαύρα σύννεφα με χρώματα του δειλινού. Ήταν ώριμος, παράφορος και αμοιβαίος. Έφεγγε στο σκοτάδι μοιράζοντας φως και στους πιο σκοτεινούς ανθρώπους.
Ερωτεύτηκαν όπως δεν είχαν ερωτευτεί ξανά ποτέ. Ζούσαν τις πιο όμορφες στιγμές και χαμογελούσε η ψυχή τους, μέσα από όμορφα λόγια και ειλικρινή. Όσο δυνατά και αν έβρεχε, εκείνοι έψαχναν πάντα ένα ουράνιο τόξο να προσπαθεί να ξεπροβάλει από μια γωνιά του ουρανού, δίνοντας τη θέση που του αναλογεί.
Περνούσαν ώρες μαζί, που τους φαινόταν δευτερόλεπτα. Γέμιζαν με την αγάπη τους καζάνια, για να έχουν απόθεμα μη τυχόν στον επόμενο ξεμείνουν. Ζούσαν μαζί σαν το αύριο να μην υπήρχε και τραγουδούσαν τραγούδια χαράς που έβγαιναν από τα σωθικά τους.
Ήταν ο ένας το καλύτερο του άλλου και προχωρούσαν, προχωρούσαν σαν το τέρμα να μη τους περίμενε ποτέ. Ήταν ο,τι είχαν ονειρευτεί και αποδεχτεί, ακόμα και στο τέλος. Που όταν ήρθε το άφησαν να μείνει, δίνοντας την υπόσχεση πως η τελεία μεταξύ τους, δε θα μπει ποτέ.
Πηγή
http://www.loveletters.gr