Γράφει η Λουκία Πέτρου
Είχε περάσει τα 85 προ πολλού. Καθαρός με κουστούμι και γραβάτα σοβαρή. Το πουκάμισο άσπρο, καλοσιδερωμένο. Το πρόσωπο σκαμμένο με ρυτίδες, μα τα μάτια λάμπουν. Με λίγα λουλούδια στο χέρι, ένα μικρό μπουκέτο στα ροζιασμένα του χέρια. Τα κρατάει σφιχτά, προσεχτικά, να μη τα χάσει, μην του πέσει ούτε ένα.
Κάθε μέρα στην ίδια στάση. Κάθε πρωί περιμένει με ανυπομονησία το λεωφορείο. Μπαίνει, όσο γρήγορα του επιτρέπει το βάρος της ηλικίας του, και κάθεται σε μια γωνιά. Τα μάτια κοιτάνε στο κενό, αναζητώντας τη στάση που θα κατέβει. Κάθε μέρα τα ίδια σχόλια από τους υπόλοιπους επιβάτες. «Πάλι ραντεβού έχει ο παππούς», και ένα μικρό γέλιο ξεφεύγει από τα χείλη τους. Πριν λίγες μέρες, τον ρώτησα που πηγαίνει κάθε μέρα. Όχι από δηκτική περιέργεια, απλά από σεβασμό στην καθημερινή του συνήθεια.
«Με περιμένει», μου απάντησε. «Κάθε μέρα πηγαίνω και της κάνω παρέα. Της παίρνω και τα λουλούδια που της αρέσουν. Έχει ανάγκη να μιλάμε. Κι εγώ όμως, μη νομίζεις. Ανυπομονώ κάθε μέρα, πότε θα φτάσω…». Πατάει το κουμπί και ετοιμάζεται να σηκωθεί. «Καλημέρα», μου λέει και κατεβαίνει. Σήμερα, τον ξαναείδα. Είχε μέρες να φανεί, να πάρει το ίδιο λεωφορείο. Με τα ίδια λουλούδια στο χέρι, με τα καθαρά του ρούχα. Με καλημέρισε και κάθισε δίπλα μου. «Έχω μέρες να σας δω. Είστε καλά;», τον ρωτάω.«Ναι, ήμουν λίγο άρρωστος και δεν μπορούσα να βγω.
Είχε περάσει τα 85 προ πολλού. Καθαρός με κουστούμι και γραβάτα σοβαρή. Το πουκάμισο άσπρο, καλοσιδερωμένο. Το πρόσωπο σκαμμένο με ρυτίδες, μα τα μάτια λάμπουν. Με λίγα λουλούδια στο χέρι, ένα μικρό μπουκέτο στα ροζιασμένα του χέρια. Τα κρατάει σφιχτά, προσεχτικά, να μη τα χάσει, μην του πέσει ούτε ένα.
Κάθε μέρα στην ίδια στάση. Κάθε πρωί περιμένει με ανυπομονησία το λεωφορείο. Μπαίνει, όσο γρήγορα του επιτρέπει το βάρος της ηλικίας του, και κάθεται σε μια γωνιά. Τα μάτια κοιτάνε στο κενό, αναζητώντας τη στάση που θα κατέβει. Κάθε μέρα τα ίδια σχόλια από τους υπόλοιπους επιβάτες. «Πάλι ραντεβού έχει ο παππούς», και ένα μικρό γέλιο ξεφεύγει από τα χείλη τους. Πριν λίγες μέρες, τον ρώτησα που πηγαίνει κάθε μέρα. Όχι από δηκτική περιέργεια, απλά από σεβασμό στην καθημερινή του συνήθεια.
«Με περιμένει», μου απάντησε. «Κάθε μέρα πηγαίνω και της κάνω παρέα. Της παίρνω και τα λουλούδια που της αρέσουν. Έχει ανάγκη να μιλάμε. Κι εγώ όμως, μη νομίζεις. Ανυπομονώ κάθε μέρα, πότε θα φτάσω…». Πατάει το κουμπί και ετοιμάζεται να σηκωθεί. «Καλημέρα», μου λέει και κατεβαίνει. Σήμερα, τον ξαναείδα. Είχε μέρες να φανεί, να πάρει το ίδιο λεωφορείο. Με τα ίδια λουλούδια στο χέρι, με τα καθαρά του ρούχα. Με καλημέρισε και κάθισε δίπλα μου. «Έχω μέρες να σας δω. Είστε καλά;», τον ρωτάω.«Ναι, ήμουν λίγο άρρωστος και δεν μπορούσα να βγω.
Σήμερα όμως, που είμαι καλύτερα θα πάω να τη δω. Την έχω αφήσει μέρες μόνη της και θα στεναχωριέται.
Της πάω και τα αγαπημένα της λουλούδια. Τα άλλα τόσες μέρες, θα έχουν ξεραθεί…» Πατάει το κουμπί και ετοιμάζεται να κατέβει. «Θα τα πούμε αύριο», μου λέει και με χαιρετά.
«Στο νεκροταφείο πάει», ακούω μία κυρία να λέει πίσω μου. «Η γυναίκα του έφυγε πριν 5 μήνες. Μα κάθε μέρα είναι εκεί, της μιλάει, της πάει τα αγαπημένα της λουλούδια και της κάνει παρέα. Εξήντα χρόνια μαζί, αγαπημένοι. Τα τελευταία 3 χρόνια ήταν κατάκοιτη, μα δεν την άφησε ποτέ. Τη φρόντιζε μέχρι τελευταία στιγμή. Ακόμα και τώρα, βάζει δύο πιάτα στο τραπέζι για φαγητό…»
Τον βλέπω να ξεμακραίνει, σκυφτός, προσπαθώντας να προστατευθεί από τον αέρα που φυσάει δυνατά. Κρύβει το χέρι με τα λουλούδια μέσα στο παλτό του, προσέχοντας μη χάσει ούτε ένα φύλλο. Αρχίζω να σκέφτομαι πόση αγάπη κρύβεται μέσα στο χέρι, που κρατάει τα λουλούδια. Πόση ζεστασιά, στην καρδιά αυτού του ανθρώπου. Να σου δείχνει πως η αγάπη δεν πεθαίνει, ακόμα και με το θάνατο. Το δόσιμο, η έγνοια, η φροντίδα για τον άνθρωπο που αγάπησε βαθιά. Που σημάδεψε κι ακόμα σημαδεύει τη ζωή του. Την πορεία του. Και εσύ να συνειδητοποιείς, πόση αγάπη μπορεί να χωρέσει σε μία ψυχή, σε μία καρδιά, σε ένα μυαλό. Σ΄εσένα τον ίδιο.
Να τα λέτε τα σ΄αγαπώ, που νιώθετε! Να τα δείχνετε… Τα χέρια σας να είναι γεμάτα λουλούδια, κι ας μην κρατάτε στην πραγματικότητα. Να ζείτε την οικειότητα των στιγμών με τους ανθρώπους που αγαπάτε και σας αγαπούν. Μην περιμένετε να γίνουν τάφοι, για να τους φροντίσετε και να τους χαϊδέψετε. Να γίνουν μάρμαρο για να τους μιλήσετε…Να ζεσταίνετε τη ζωή σας και των άλλων. Να βρίσκετε χρόνο να τους ζείτε και να σας ζουν. Να κάνετε χώρο, να χωρέσουν, να μη στριμώχνονται στα ασήμαντα και στα λίγα. Γιατί αυτό που μένει, όταν γινόμαστε αέρας και φεύγουμε, είναι η αγάπη που αφήσαμε πίσω μας. Και δε σκορπίζει όπως εμείς. Μένει μέσα στους ανθρώπους που τη δέχτηκαν. Τους ζεσταίνει και τους δίνει τη δύναμη να προχωρήσουν.
Να αγαπάτε λοιπόν και να αγαπιέστε… Δυνατά, ζεστά και με ένα μπουκέτο λουλούδια στα χέρια, μα πάνω από όλα μέσα στην καρδιά σας…
Πηγή
http://fwords.gr
Πηγή
http://www.mikresistories.org
«Στο νεκροταφείο πάει», ακούω μία κυρία να λέει πίσω μου. «Η γυναίκα του έφυγε πριν 5 μήνες. Μα κάθε μέρα είναι εκεί, της μιλάει, της πάει τα αγαπημένα της λουλούδια και της κάνει παρέα. Εξήντα χρόνια μαζί, αγαπημένοι. Τα τελευταία 3 χρόνια ήταν κατάκοιτη, μα δεν την άφησε ποτέ. Τη φρόντιζε μέχρι τελευταία στιγμή. Ακόμα και τώρα, βάζει δύο πιάτα στο τραπέζι για φαγητό…»
Τον βλέπω να ξεμακραίνει, σκυφτός, προσπαθώντας να προστατευθεί από τον αέρα που φυσάει δυνατά. Κρύβει το χέρι με τα λουλούδια μέσα στο παλτό του, προσέχοντας μη χάσει ούτε ένα φύλλο. Αρχίζω να σκέφτομαι πόση αγάπη κρύβεται μέσα στο χέρι, που κρατάει τα λουλούδια. Πόση ζεστασιά, στην καρδιά αυτού του ανθρώπου. Να σου δείχνει πως η αγάπη δεν πεθαίνει, ακόμα και με το θάνατο. Το δόσιμο, η έγνοια, η φροντίδα για τον άνθρωπο που αγάπησε βαθιά. Που σημάδεψε κι ακόμα σημαδεύει τη ζωή του. Την πορεία του. Και εσύ να συνειδητοποιείς, πόση αγάπη μπορεί να χωρέσει σε μία ψυχή, σε μία καρδιά, σε ένα μυαλό. Σ΄εσένα τον ίδιο.
Να τα λέτε τα σ΄αγαπώ, που νιώθετε! Να τα δείχνετε… Τα χέρια σας να είναι γεμάτα λουλούδια, κι ας μην κρατάτε στην πραγματικότητα. Να ζείτε την οικειότητα των στιγμών με τους ανθρώπους που αγαπάτε και σας αγαπούν. Μην περιμένετε να γίνουν τάφοι, για να τους φροντίσετε και να τους χαϊδέψετε. Να γίνουν μάρμαρο για να τους μιλήσετε…Να ζεσταίνετε τη ζωή σας και των άλλων. Να βρίσκετε χρόνο να τους ζείτε και να σας ζουν. Να κάνετε χώρο, να χωρέσουν, να μη στριμώχνονται στα ασήμαντα και στα λίγα. Γιατί αυτό που μένει, όταν γινόμαστε αέρας και φεύγουμε, είναι η αγάπη που αφήσαμε πίσω μας. Και δε σκορπίζει όπως εμείς. Μένει μέσα στους ανθρώπους που τη δέχτηκαν. Τους ζεσταίνει και τους δίνει τη δύναμη να προχωρήσουν.
Να αγαπάτε λοιπόν και να αγαπιέστε… Δυνατά, ζεστά και με ένα μπουκέτο λουλούδια στα χέρια, μα πάνω από όλα μέσα στην καρδιά σας…
Πηγή
http://fwords.gr
Πηγή
http://www.mikresistories.org