Κυριακή 14 Ιουλίου 2019

Τι να μας πουν οι λέξεις;

Καταλαβαίνεις ότι στέκεσαι απέναντι στο απόλυτο όταν νιώθεις ανίκανος να βρεις λέξεις να καλύψουν όλα όσα θα ήθελες να πεις. Πώς να εκφραστείς μπροστά σε δυο μάτια ικανά να σε αφοπλίσουν απ’ την κορυφή ως τα νύχια;
Πώς να ορθώσεις το ερωτευμένο σου ανάστημα απέναντι σε έναν άνθρωπο που κάνει την ίδια σου την ύπαρξη να τρέμει ανατριχιάζοντας και μόνο στη σκέψη ενός αγγίγματός του; Πώς να ξεμπροστιάσεις όλο σου το είναι μέσα σε μια πρόταση; Ποια φράση, ποια εξομολόγηση μπορεί να πει όλα όσα χορεύουν μέσα σου στους τρελούς ρυθμούς του αποδιοργανωμένου οργανισμού σου;

Όταν μυαλό, κορμί, ψυχή, ένστικτο ξεγυμνώνονται και ταυτίζονται προσηλωμένα σε μία και μόνο κατεύθυνση, όλα τα ανθρώπινα κατασκευάσματα, όπως οι λέξεις, ωχριούν. 

Ο ερωτευμένος είναι ο πιο αδύναμος και παντοδύναμος άνθρωπος ταυτόχρονα. Αυτός που αισθάνεται έτοιμος για όλα είναι την ίδια στιγμή εξίσου εύκολο να βουλιάξει στο πλασματικό του τίποτε, αν νιώσει έστω για λίγο ακυρωμένος απ’ ό,τι πιο πολύ ποθεί. Τι να πει το στόμα, λοιπόν, όταν ουρλιάζει κάθε κύτταρό σου; Δε μεταφράζεται η γλώσσα των ερωτευμένων, κι όμως, είναι η πιο διαδεδομένη από όλες, η μοναδική ίσως όντως κοινή για όλους, η πιο ειλικρινής, γι’ αυτό κι η πιο μεγαλειώδης.

Έτσι κι εγώ, απ’ το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο που ο εγκέφαλός μου αχρήστευσε την υπερπροστατευτική μου λογική, καθώς επεξεργάστηκε πριν από εμένα το πόσο σε θέλω, είχα ανάγκη ήδη να σου φωνάξω ότι είσαι για ‘μένα ανεξέλεγκτη φωτιά που εξαπλώνεται καίγοντας όλα όσα μέχρι πριν θεωρούσα δεδομένα. Ήταν σαν να πέταξες απρόσεκτα το τσιγάρο σου μια νύχτα μπροστά στα πόδια μου ενώ εγώ κρατούσα στα χέρια μου ένα μπουκάλι βενζίνη, χωρίς να ξέρω ποιον ήθελα να λούσω. Έπεσα μέσα στην ίδια μου την παγίδα, γιατί παραήμουν οργανωμένη, βλέπεις, απέναντι στο απρόβλεπτο που συμβολίζεις.
Πιο στοχευμένη κίνηση από εκείνη σου την απροσεξία, παρ’ όλα αυτά, δεν είχα ξανασυναντήσει σε άνθρωπο. Γι’ αυτό συνεπαρμένη απ’ τη φλόγα σου υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως όσο καιγόμουν θα έπαιρνα κι εσένα μαζί μου. Θα σε έπαιρνα γιατί το ήθελες, γιατί μου φώναξες χωρίς να χρειαστεί να πεις κουβέντα το πόσο πολύ λαχταρούσες να φτάσεις στα άκρα σου και να γνωρίσεις τα δικά μου. Δώσε μου τις λέξεις να περιγράψω αυτό που νιώσαμε, λοιπόν, μπορείς; Μόνο βλέμματα. Μόνο αγγίγματα. Μόνο το στέρνο σου να ανεβοκατεβαίνει σε κάθε χάδι μου όλο κι εντονότερα. Μόνο η καρδιά μου να πετάγεται απ’ το δικό μου σε κάθε σου ψίθυρο. Μόνο η παρανοϊκή μας ανυπομονησία κάθε φορά μέχρι να βρεθούμε. Πιο πολλά μας είπαν όλα αυτά που δε λέγονται παρά εκείνα που αρθρώσαμε, ώσπου να γίνει το μοιραίο μπαμ και να ξεφύγουν μέχρι κι οι λέξεις απ’ τα όριά τους.

Δε χρειάζεται μετάφραση η γλώσσα του έρωτα, κι εμείς αυτό το ξέρουμε καλά. Ακόμη και στην άλλη άκρη να ήσουν, όταν βρισκόμασταν ανάμεσα σε κόσμο, πάντα εγώ ήμουν το επίκεντρο των αισθήσεών σου κι εσύ των δικών μου. Γύριζα το κεφάλι μου και με κοιτούσες ήδη. Έλεγα σε κάποιον άσχετο ένα αστείο και γελούσες, τελικά, εσύ ενώ μιλούσες με κάποιον άλλον. Σε πείραζα απευθυνόμενη στην παρέα νομίζοντας ότι δεν ακούς κι ερχόταν η απάντησή σου συστημένη πριν καν ολοκληρώσω την τελευταία μου λέξη. Όλες οι αισθήσεις μας στο αποκορύφωμα, τσιτωμένες και παραδομένες στο απόλυτο.

Τι να μας πουν οι λέξεις όταν λέει τα πάντα ο έρωτας; Οι ερωτευμένοι ξέρουν. Ασχέτως που τα χαριτωμένα τους λεκτικά «τίποτε» χρειάζονται ως αλατοπίπερο στο κυρίως πιάτο της πανανθρώπινης αυτής διαλέκτου.


Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη