Γράφει η Άννα Βήχου
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Είχαν έναν άρρηκτο δεσμό ανάμεσά τους. Αιώνιο.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Είχαν έναν άρρηκτο δεσμό ανάμεσά τους. Αιώνιο.
Δεν ήταν κάθε μέρα μαζί. Δεν μιλούσαν συχνά. Κάθε χτύπημα τηλεφώνου όμως ήταν ταυτόχρονα μια σιωπηλή συμφωνία συνάντησης. Εκείνη πάντα ντυνόταν τελευταία στιγμή. Εκείνος ήταν πάντα έτοιμος. Και οι δύο όμως έφταναν στην ώρα τους. Χωρίς μάσκες. Χωρίς αγωνία. Η ψυχή κουβαλούσε το δέρμα τους μονάχα.
Πολλές φορές μπέρδευαν όταν βρισκόντουσαν μαζί αν ήταν δύο ή ένας άνθρωπος. Μπορούσαν να μιλήσουν ώρες, μπορούσαν και να μείνουν σιωπηλοί. Μπορούσαν να μείνουν απλώς αγκαλιά όλη νύχτα, μπορούσαν και να μετατρέψουν τα σώματα τους σε μια μάζα. Όλα μπορούσαν να τα κάνουν μαζί. Να νικήσουν όλους τους δαίμονες τους ή να τους αφήσουν συντροφιά τους. Επέλεγαν την μοίρα τους.
Πολλές φορές μπέρδευαν όταν βρισκόντουσαν μαζί αν ήταν δύο ή ένας άνθρωπος. Μπορούσαν να μιλήσουν ώρες, μπορούσαν και να μείνουν σιωπηλοί. Μπορούσαν να μείνουν απλώς αγκαλιά όλη νύχτα, μπορούσαν και να μετατρέψουν τα σώματα τους σε μια μάζα. Όλα μπορούσαν να τα κάνουν μαζί. Να νικήσουν όλους τους δαίμονες τους ή να τους αφήσουν συντροφιά τους. Επέλεγαν την μοίρα τους.
Οι μέρες και οι νύχτες τους ακολουθούσαν σιωπηλά. Στο τέλος κάθε αλυσίδας τους ο ένας έβρισκε τον άλλον. Δεν ήταν στον πρώτο κρίκο αλλά ήταν πάντα στον τελευταίο.
Ήταν απλά ο εαυτός τους.
Δεν τους βρήκε κανένα ξημέρωμα με πρησμένα μάτια. Δεν νύχτωσε ποτέ χωρίς καληνύχτα ακόμα κι όταν τύχαινε και δεν μιλούσαν.
Κανένα καρδιοχτύπι , καμία κομμένη ανάσα , καμία κραυγή πόνου ή χαράς. Ο ένας ήταν για τον άλλον ο εαυτός του.
Μόνο ένα σούρουπο απο εκείνα τα κόκκινα, ήταν που του φάνηκε λίγο πιο λαμπερή απο οτι συνήθως. Κι εκείνη τον έβλεπε λίγο πιο ψηλό.
Ήταν η μοναδική νύχτα που βγήκε ο ένας απο το σώμα του άλλου και επέτρεψαν σε τρίτους να τους δουν. Τότε που δεν ορίσανε την μέρα τους. Που για λίγο έστρεψαν αλλού το βλέμμα τους.
Ήταν απλά ο εαυτός τους.
Δεν τους βρήκε κανένα ξημέρωμα με πρησμένα μάτια. Δεν νύχτωσε ποτέ χωρίς καληνύχτα ακόμα κι όταν τύχαινε και δεν μιλούσαν.
Κανένα καρδιοχτύπι , καμία κομμένη ανάσα , καμία κραυγή πόνου ή χαράς. Ο ένας ήταν για τον άλλον ο εαυτός του.
Μόνο ένα σούρουπο απο εκείνα τα κόκκινα, ήταν που του φάνηκε λίγο πιο λαμπερή απο οτι συνήθως. Κι εκείνη τον έβλεπε λίγο πιο ψηλό.
Ήταν η μοναδική νύχτα που βγήκε ο ένας απο το σώμα του άλλου και επέτρεψαν σε τρίτους να τους δουν. Τότε που δεν ορίσανε την μέρα τους. Που για λίγο έστρεψαν αλλού το βλέμμα τους.
Εκεί κατάλαβαν πως η σχέση τους ήταν το μεγαλύτερο καρδιοχτύπι. Πως ο Θεός τους χάρισε το μεγαλύτερο δώρο. Αυτό του συντροφικού έρωτα.
Άρχισαν οι ψυχές τους να αγωνιούν όχι για τον φόβο της απόρριψης, μα από λαχτάρα.
Υπέφεραν στην ιδέα του αποχωρισμού. Έτρεμαν μην πάθει κάποιος απο τους δύο κάτι.
Άρχισε να ντύνεται πιο γρήγορα κι εκείνος να ξυρίζετε συχνότερα. Απόλαυσαν ο ένας το δέρμα του άλλου. Ήταν δύο που ήξεραν πως μπορούσαν να είναι και ένα. Επέλεγαν και πάλι την μοίρα τους. Έπαιζαν σε δύο κόσμους που είχαν κατακτήσει. Του έρωτα και της φωτιάς, της γαλήνης και της συντροφιάς.
Αυτό το αγόρι κι εκείνο το κορίτσι είναι ακόμα μαζί. Τον κρύβει μέσα της βαθιά και τον μοιράζεται μόνο με εκείνους που αγαπάει κι εμπιστεύεται. Κι εκείνος ακόμα την προστατεύει με τα ισχυρότερα όπλα πια. Τον συγχώρεσε. Την λύτρωσε. Έδωσε την ψυχή του για να κρατάει δύο μέσα της.
Μια αγάπη που έγινε έρωτας . Ένας άνθρωπος που έγινε δύο. Δύο που έγιναν ένα. Εύκολα. Παίζοντας. Ακούγοντας. Βλέποντας.
Σε μια ακίνητη νύχτα που κέρδισαν την αιωνιότητα….
Άρχισαν οι ψυχές τους να αγωνιούν όχι για τον φόβο της απόρριψης, μα από λαχτάρα.
Υπέφεραν στην ιδέα του αποχωρισμού. Έτρεμαν μην πάθει κάποιος απο τους δύο κάτι.
Άρχισε να ντύνεται πιο γρήγορα κι εκείνος να ξυρίζετε συχνότερα. Απόλαυσαν ο ένας το δέρμα του άλλου. Ήταν δύο που ήξεραν πως μπορούσαν να είναι και ένα. Επέλεγαν και πάλι την μοίρα τους. Έπαιζαν σε δύο κόσμους που είχαν κατακτήσει. Του έρωτα και της φωτιάς, της γαλήνης και της συντροφιάς.
Αυτό το αγόρι κι εκείνο το κορίτσι είναι ακόμα μαζί. Τον κρύβει μέσα της βαθιά και τον μοιράζεται μόνο με εκείνους που αγαπάει κι εμπιστεύεται. Κι εκείνος ακόμα την προστατεύει με τα ισχυρότερα όπλα πια. Τον συγχώρεσε. Την λύτρωσε. Έδωσε την ψυχή του για να κρατάει δύο μέσα της.
Μια αγάπη που έγινε έρωτας . Ένας άνθρωπος που έγινε δύο. Δύο που έγιναν ένα. Εύκολα. Παίζοντας. Ακούγοντας. Βλέποντας.
Σε μια ακίνητη νύχτα που κέρδισαν την αιωνιότητα….