Πόσο καιρό έχεις να κοιμηθείς ήρεμος; Χωρίς να ξυπνάς, χωρίς να κοιτάς το ξυπνητήρι, χωρίς να σκέφτεσαι το σωρό των υποχρεώσεων που έχεις να αντιμετωπίσεις; Να κλείσεις τα μάτια και παράλληλα τις σκέψεις σου, να σταματήσουν οι ρημάδες να σε τρώνε.
Τι έκανες λάθος, τι έκανες σωστό, γιατί τότε δε μίλησες, αν έπρεπε να φύγεις, αν ήθελες να μείνεις, πώς μπόρεσε να στο κάνει αυτό; Όλα αυτά κι άλλα τόσα δεν είναι που σου γαργαλάνε το μυαλό; Εσύ, όμως, δε γελάς, μένεις εκεί, να κοιτάς το ταβάνι. «Ένα τσιγάρο και κοιμάμαι», λες και το ένα γίνονται μισό πακέτο και δώστου οι σκέψεις.
Μπαινοβγαίνεις απ’ τον ένα φαύλο κύκλο στον άλλο κι η ζωή μπροστά στα μάτια σου φεύγει κι εσύ δεν τρέχεις να την προλάβεις. Βολεύτηκες στην οκνηρία σου, πήρες το σκοτάδι αγκαλιά κι αποφάσισες να γίνετε οι καλύτεροι φίλοι. Η ώρα περνάει, έχεις να ξυπνήσεις σε λίγο, πόσο καιρό θα το κάνεις πια αυτό στον εαυτό σου; «Έχεις καταστρέψει τα ωράριά σου», φωνάζουν οι δικοί σου. Αδιαφορείς και συνεχίζεις την καθιερωμένη βραδινή σου ιεροτελεστία.
Τις νύχτες που η πόλη κοιμάται, οι σκέψεις ξυπνούν κι αρχίζουν να μας παίζουν βρόμικα παιχνίδια. Οι αναμνήσεις παίρνουν ζωή κι όλα τα απωθημένα ζητούν την εκδίκησή τους.
Τα βράδια τα αγαπάνε όσοι αγαπούν την αλήθεια, γιατί κάθε συναίσθημα μετά τα μεσάνυχτα είναι πέρα για πέρα αληθινό. Ναι, ακόμη κι αν το αλκοόλ σου κάνει παρέα. Όταν πίνεις, χαλαρώνεις κι αποκαλύπτεσαι, βλέπεις τα λάθη και τα σωστά σου. Σκέφτεσαι ζωή που θα ήθελες να ζούσες και ξεστομίζεις τις μεγαλύτερες επιθυμίες σου.
Όποιος σας πει πως ήταν μεθυσμένος και δεν εννοούσε όσα ξεστόμισε, σας λέει ψέματα. Δε θυμάται κανείς μέσα στο μεθύσι του τον άλλο ούτε από εγωισμό ούτε από πλάκα. Απλώς φοβάται να αντιμετωπίσει την πραγματικότητά του. Τις νύχτες έρχεσαι αντιμέτωπος με όλα όσα φοβάσαι, όσα ενδόμυχα σε τρώνε και δεν τολμάς ούτε στον εαυτό σου να τα παραδεχτείς.
Οι άνθρωποι που τις νύχτες δεν κοιμούνται αν δεν ξημερώσει κουβαλάνε ζόρια. Κάτι τους συμβαίνει, κάτι που το μοιράζονται με λίγους κι αυτό κι αν. Ξενυχτάνε από απογοήτευση και παράπονο για όσα δεν αλλάζουν πια. Έτσι πιστεύουν, τουλάχιστον και κάθε βράδυ παλεύουν για να αποδεχτούν τα νέα δεδομένα.
Έχεις συναντήσει τέτοιους ανθρώπους, είναι εκείνοι με τους μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια, με το κουρασμένο πρόσωπο και την ψυχολογική εξάντληση. Βλέπεις και να θέλουν να κρυφτούν, προδίδονται. Δεν έχουν ξενυχτήσει σε κάποιο κλαμπ, δε γέλαγαν κι έπιναν σε κάποιο σπίτι φίλων, δεν αναστέναζαν σε κρεβάτια μέχρι το πρωί –όχι με τον καλό τρόπο τουλάχιστον–, απλώς πάλευαν με τον εαυτό τους.
Κάτι τους πήγε λάθος, κάτι τους έριξε, τους πλήγωσε, τους άδειασε κι έμειναν για άλλη μια φορά μόνοι να αντιμετωπίσουν το χάος τους. Η μέρα δεν τους καταλαβαίνει, τους κούρασε, γι’ αυτό την αποφεύγουν όσο μπορούν.
Έτσι, στο πρώτο φως θα προσποιηθούν πάλι πως όλα είναι καλά, μέχρι το επόμενο βράδυ…
Συντάκτης: Μάρω Καλλιοντζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη
Τι έκανες λάθος, τι έκανες σωστό, γιατί τότε δε μίλησες, αν έπρεπε να φύγεις, αν ήθελες να μείνεις, πώς μπόρεσε να στο κάνει αυτό; Όλα αυτά κι άλλα τόσα δεν είναι που σου γαργαλάνε το μυαλό; Εσύ, όμως, δε γελάς, μένεις εκεί, να κοιτάς το ταβάνι. «Ένα τσιγάρο και κοιμάμαι», λες και το ένα γίνονται μισό πακέτο και δώστου οι σκέψεις.
Μπαινοβγαίνεις απ’ τον ένα φαύλο κύκλο στον άλλο κι η ζωή μπροστά στα μάτια σου φεύγει κι εσύ δεν τρέχεις να την προλάβεις. Βολεύτηκες στην οκνηρία σου, πήρες το σκοτάδι αγκαλιά κι αποφάσισες να γίνετε οι καλύτεροι φίλοι. Η ώρα περνάει, έχεις να ξυπνήσεις σε λίγο, πόσο καιρό θα το κάνεις πια αυτό στον εαυτό σου; «Έχεις καταστρέψει τα ωράριά σου», φωνάζουν οι δικοί σου. Αδιαφορείς και συνεχίζεις την καθιερωμένη βραδινή σου ιεροτελεστία.
Τις νύχτες που η πόλη κοιμάται, οι σκέψεις ξυπνούν κι αρχίζουν να μας παίζουν βρόμικα παιχνίδια. Οι αναμνήσεις παίρνουν ζωή κι όλα τα απωθημένα ζητούν την εκδίκησή τους.
Τα βράδια τα αγαπάνε όσοι αγαπούν την αλήθεια, γιατί κάθε συναίσθημα μετά τα μεσάνυχτα είναι πέρα για πέρα αληθινό. Ναι, ακόμη κι αν το αλκοόλ σου κάνει παρέα. Όταν πίνεις, χαλαρώνεις κι αποκαλύπτεσαι, βλέπεις τα λάθη και τα σωστά σου. Σκέφτεσαι ζωή που θα ήθελες να ζούσες και ξεστομίζεις τις μεγαλύτερες επιθυμίες σου.
Όποιος σας πει πως ήταν μεθυσμένος και δεν εννοούσε όσα ξεστόμισε, σας λέει ψέματα. Δε θυμάται κανείς μέσα στο μεθύσι του τον άλλο ούτε από εγωισμό ούτε από πλάκα. Απλώς φοβάται να αντιμετωπίσει την πραγματικότητά του. Τις νύχτες έρχεσαι αντιμέτωπος με όλα όσα φοβάσαι, όσα ενδόμυχα σε τρώνε και δεν τολμάς ούτε στον εαυτό σου να τα παραδεχτείς.
Οι άνθρωποι που τις νύχτες δεν κοιμούνται αν δεν ξημερώσει κουβαλάνε ζόρια. Κάτι τους συμβαίνει, κάτι που το μοιράζονται με λίγους κι αυτό κι αν. Ξενυχτάνε από απογοήτευση και παράπονο για όσα δεν αλλάζουν πια. Έτσι πιστεύουν, τουλάχιστον και κάθε βράδυ παλεύουν για να αποδεχτούν τα νέα δεδομένα.
Έχεις συναντήσει τέτοιους ανθρώπους, είναι εκείνοι με τους μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια, με το κουρασμένο πρόσωπο και την ψυχολογική εξάντληση. Βλέπεις και να θέλουν να κρυφτούν, προδίδονται. Δεν έχουν ξενυχτήσει σε κάποιο κλαμπ, δε γέλαγαν κι έπιναν σε κάποιο σπίτι φίλων, δεν αναστέναζαν σε κρεβάτια μέχρι το πρωί –όχι με τον καλό τρόπο τουλάχιστον–, απλώς πάλευαν με τον εαυτό τους.
Κάτι τους πήγε λάθος, κάτι τους έριξε, τους πλήγωσε, τους άδειασε κι έμειναν για άλλη μια φορά μόνοι να αντιμετωπίσουν το χάος τους. Η μέρα δεν τους καταλαβαίνει, τους κούρασε, γι’ αυτό την αποφεύγουν όσο μπορούν.
Έτσι, στο πρώτο φως θα προσποιηθούν πάλι πως όλα είναι καλά, μέχρι το επόμενο βράδυ…
Συντάκτης: Μάρω Καλλιοντζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη