Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Ο βυθός στο μακροβούτι μου

Της Σοφίας Παπαηλιάδου.

Έλα να βουτήξουμε μαζί στο κενό.
Από κάτω θάλασσα κι εμείς σε ελεύθερη πτώση.
Το μόνο κοινό μας ίσως να είναι αυτό. Η λατρεία για τη θάλασσα. Μέσα της θα βουτήξουμε, λοιπόν.
Εκεί θα ενωθούμε, εκεί θα χωριστούμε. Εκεί θα δώσουμε τους σιωπηλούς μας όρκους πριν χαθούμε.

Πέφτοντας θα πονέσουμε κι οι δυο, βουτώντας θα νιώσουμε την οδύνη, μετά από λίγο το μούδιασμα και όταν θα ανοίξουμε τα μάτια θα διαπιστώσουμε πως δεν έχουμε διαλυθεί.
Έχουμε αντέξει.
Θα πάρουμε ανάσα και θα ριχτούμε σε ένα ατελείωτο μακροβούτι.

Μην ανησυχείς για το οξυγόνο. Είναι ο έρωτας, είναι τα θέλω, είναι εκείνα τα ανείπωτα που θα μας δώσουν αρκετό οξυγόνο για να αντέξουμε στο μακροβούτι.

Θα κάνουμε μια παύση για τούτο το μακροβούτι. Θα παγώσουμε το τρελό σήμερα που ζούμε, θα αρνηθούμε για λίγο τις ζωές και τις καθημερινότητές μας, τα πρέπει και τα δεσμά που μας κρατάνε εκεί, θα σε αφήσω να διαλέξεις ήχο κι εγώ θα σε παρασύρω σε έναν χορό ερωτικό όσο αφήνεις τα σημάδια σου πάνω μου.

Όσο το νερό μας προστατεύει κι η αλμύρα του θρέφει τις πληγές μας, θα σου μιλήσω για ταξίδια. Για μέρη που αγάπησα και μίσησα. Θα σου μιλήσω για τις ομορφιές που έκανα πολύτιμα φυλαχτά μου και υποσχέθηκα να ξαναγυρίσω.

Κι όταν νιώσεις τον χρόνο να μας πιέζει, θα κάνω πιο γρήγορα.
Δεν με αγχώνει ο χρόνος, δεν με ενοχλεί η έλλειψή του. Την συνήθισα.
Δεν βάσισα τίποτα δικό σου πάνω σε έννοιες κοινές. Του χρόνου, του χώρου.
Δεν έβαλα ρίζες σε κανένα μέρος, δεν ζήτησα τον χρόνο σου.
Μόνο μερικές στιγμές και μου αρκούν.

Μου αρκεί το λίγο σου.

Κι ας σου φαίνεται παράλογο να μου αρκεί το λίγο σου όταν ξέρεις πως σε όλη μου τη ζωή τα ζήταγα όλα ή τίποτα.

Μια στιγμή.
Μαζί.
Αυτό να μου αρκεί σου φαίνεται παράλογο.
Μια στιγμή φτιαγμένη μέσα σε ήχους ερωτκούς, ηδονικούς, χαραγμένη από θεούς και δαίμονες με όλη τους την μαεστρία.
Μια στιγμή που θα προλάβω να σου μιλήσω για θέλω και όνειρα. Λίγο πριν το πρέπει μου, λίγο μετά από το δικό σου.
Μια στιγμή ακόμα, να κλέψω ένα χαμόγελό σου κι ένα βλέμμα για να αντέξει η μέρα μου τα δεσμά της.


Και μια ακόμα, που θα με παρασύρεις σε έναν διάλογο μόνο με ανάσες, με σώμα παραδομένο και τότε είναι που θα καταλάβουμε κι οι δυο πως παίζοντας και ισορροπώντας ανάμεσα σε στιγμές, δεθήκαμε κι οι δυο. Με κόμπο άλυτο.
Κι όσο φεύγω γυρίζω, κι όσο γυρίζω είμαι εδώ.

Στο φευγιό μου να σε παίρνω μαζί μου και στο εδώ μου να υπάρχουν όλες οι καλά κρυμμένες επιθυμίες μου.

Ποτέ στο πάντα. Πάντα στο μαζί.

Πάμε πιο βαθιά, ακολούθησέ με!
Έχουμε ακόμα οξυγόνο.
Μας το έδωσε το τελευταίο φιλί.

Σε κρατάω από το χέρι. Τώρα δεν θέλω ούτε να με κυνηγήσεις ούτε να σε ακολουθήσω.
Τώρα θέλω το μαζί.
Μαζί ακόμα και στο λίγο.
Μου αρκεί το λίγο σου.

Σε φυλακίζω σε μια γωνιά της ψυχής μου. Αφήνω μια χαραμάδα φως να μπει στο σκοτάδι σου και ακόμα κι όταν είσαι αλλού, μένεις εδώ. Όπου κι αν γυρνάς, είσαι εδώ.

Ακόμα κι όταν μου θυμώνεις, είσαι εδώ.
Κι όταν μου θυμώνεις, βγάζω τον πόνο μου σε λέξεις.
Με λέω λεπτομέρεια και περαστική.

Και θυμώνεις πιο πολύ. Με λέω υποχρέωση και φόρτωμα και τότε ξεσπάς.
Παραλογισμός; Μπορεί..
Αρχίζεις κι ανεβαίνεις, εγώ θέλω ακόμα λίγο.
Κολυμπάω πιο αργά. Δεν θέλω να βγω στην επιφάνεια.

Αγαπάω τις στιγμές μας, αγαπάω το λίγο σου.
Το σέβομαι όταν μου το δίνεις. Το εκτιμώ όταν μου το χαρίζεις.
Ξέρω πως αυτό το λίγο είναι η αλήθεια σου αβίαστη. Ξέρω πως είναι ίσως η πιο καθαρή στιγμή σου μέσα στο χάος της καθημερινότητας.
Ξέρω πως αυτό το λίγο σου μπορώ να το αγαπήσω πιο πολύ από τα πάντα σου.
Γιατί μου το δίνεις χωρίς να στο ζητήσω.


Όσο ανεβαίνουμε αρχίζουν να φαίνονται οι φιγούρες των πρέπει μας.
Οι φίλοι μας, οι ζωές μας, τα δεσμά και οι δέσμιοί μας. Η παράνοια, το άγχος, η τρέλα, οι απαιτήσεις.


Λίγο πριν αγγίξει την αλμύρα ο ήλιος, λίγο πριν ανοίξουμε τα μάτια από το μακροβούτι και δούμε φως, σου ζητάω μια αγκαλιά. Μια αγκαλιά σου. Δική σου. Σφιχτά. Και χείλια που θα δώσουν την μάχη τους και θα κολλήσουν πάνω στα άλλα χείλια και θα κλέψουν αλμύρα.

Μια αγκαλιά που μέσα της θα είναι ασφαλές το κοριτσάκι.
Κι όταν η αγκαλιά ανοίξει, η γυναίκα, που δεν υπήρξε έτσι για κανέναν, θα φορέσει τα μαύρα γυαλιά της και θα γυρίσει κι εκείνη στην καθημερινότητά της.


Με έναν παράξενο τρόπο, το οξυγόνο τώρα είναι λιγότερο.
Μην με ρωτάς, λοιπόν, γιατί μου αρκεί το λίγο σου. Γιατί το λίγο σου, είναι περισσότερο από το πολύ οποιουδήποτε άλλου.
Μην με ρωτάς γιατί δεν ζητάω.
Δεν ζητάω, γιατί αυτό που δίνεις, είναι το παραμύθι και η κόλαση μου.

Ο βυθός στο μακροβούτι μου.


Πηγή
https://www.anapnoes.gr