Γράφει η Περσεφόνη Χρυσαφίδου
Λένε πως ο άνθρωπός σου είναι κάποιος που συνδέεστε μαγικά, χωρίς προσπάθεια. Με μια οικειότητα που εξαρχής σας τρομάζει. Πρατηρώντας τον κόσμο γύρω σου, όμως, θα συμφωνήσεις πως, κάθε άλλο, παρά οικειότητα ανθίζει στις ανθρώπινες διαπροσωπικές σχέσεις. Οι άνθρωποι γύρω σου μιλούν, χαμογελούν, επιδίδονται σε φιλοφρονήσεις χαμηλής ποιότητας και ψευδολογούν κατά κόρον. Σχεδόν φίλοι, σχεδόν ερωτευμένοι, σχεδόν καλοί, σχεδόν ειλικρινείς και απολύτως μέτριοι σε όλα μας. Πού να χάθηκε ἀραγε εκείνη η παλιομοδίτικη οικειότητα, που συνέδεε τους ανθρώπους με έναν τρόπο παράξενο και δυνατό; Σάμπως, δεν είναι κι αυτή ένα από τα θύματα της αποξένωσης και και της αποστασιοποίσης που προκύπτουν από την έλλειψη εμπιστοσύνης στο κοινό μας ανθρώπινο είδος;
Συνήθισες να γυρίζεις την πλάτη, άνθρωπε και έπεσες στην ίδια παγίδα, που έστησες στους άλλους. Προσπάθησες να τους μοιάσεις και να κάνεις πως δε σε νοιάζει, περιμένοντας πως εκείνοι, οι άλλοι, θα ταρακουνιόντουσαν και θα επέστρεφαν κοντά σου, μα φλέρταρες τόσο συχνά με το κενό που ολοένα και μεγάλωνε, μέχρι που βούλιαξες μέσα του. Και τώρα σαν ένας ξένος μεταξύ ξένων αναζητάς την οικειότητα, που μπορούν να σου δώσουν μόνο εκείνοι που σε αποδέχονται για όλα όσα συνθέτουν ολοκληρωμένα την εικόνα σου. Σιχαίνεσαι να αντικρίζεις εκείνο το βλέμμα των ανθρώπων,που προσπαθούν με μαεστρία να σου κρύψουν όλα όσα δεν τους αρέσουν πάνω σου και ψάχνεις τους ατόφιους και αληθινούς, που θα σου πουν κατάμουτρα αυτό που ξέρεις, μα αρνείσαι να δεχτείς. Ανάζητάς το ενδιαφέρον τους, γιατί βαρέθηκες να βλέπεις ανθρώπους να αδιαφορούν, γυρίζοντας απλώς την πλάτη τους και συνεχίζοντας τη μοναχική πορεία του ατομικισμού.
Αναζητάς από επιλογή την οικειότητα, γιατί είναι αυτή που σε κάνει να νιώθεις πως ανήκεις κάπου, πως έχεις βρει το καταφύγιο για να φωλιάζει η ψυχή σου και οποιοσδήποτε κίνδυνος μπορεί να κριθεί αντιμετωπίσιμος, γιατί δεν είσαι μόνος συναισθηματικά. Πού χάθηκαν, αλήθεια, οι άνθρωποι, που θέλουνε να μοιράζονται, που ανυπομονούν να σε δουν, για να σου πουν εκείνα που τους βαραίνουν, για να πάρουν δύναμη από την αγκαλιά σου, που θέλουν μόνο να σ᾽έχουν απέναντί τους, για να σε ακούσουν, να σε νιώσουν, να σε λυτρώσουν από τη μοναξιά ή απλώς να σταθούν δίπλα σου, χωρίς να πουν κουβέντα; Πόσο, τελικά, πρέπει να έχεις χορτάσει το σκοτάδι, ώστε να επιλέξεις το ζεστό και οικείο φως και πόσο πρέπει να έχεις μισήσει τον εαυτό σου, ώστε να έχεις αυτοπροσδιοριστεί ως ανίκανος να αναπτύξεις το δέσιμο μ᾽εκείνους τους λίγους και ξεχωριστούς;
Οι άνθρωποι γύρω σου δεν άλλαξαν από τη μια στιγμή στην άλλη. Μέρα με τη μέρα και χρόνο με το χρόνο, γίναμε ξένοι με τους πιο δικούς μας. Είσαι εσύ, που, επειδή δεν πίστεψες ποτέ στον εαυτό σου, σού στάθηκε αδύνατο να πιστέψεις σε οποιονδήποτε άλλον. Εγκλωβισμένος μια ζωή σε σύνδρομα και φοβίες, προτίμησες τον ασφαλή χώρο της μοναξιάς και κράτησες απ᾽έξω εκείνους που προσπαθούσαν να σπάσουν παράθυρα για να σε βρουν. Σφιχταγκάλιασες τον εαυτό σου, που τόσο θρηνούσες γι᾽ αυτό στο οποίο είχε μεταλλαχτεί και, κάθε τόσο, προσπαθούσες να τον πείσεις πως δε χρειαζόταν τίποτε περισσότερο πέρα από τον ίδιο. Μα η ψυχή δεν εγκλωβίζεται και απαιτεί διέξοδο, ματώνει κάθε που απομονώνεται και αποτελλεί στ᾽αλήθεια μυστήριο, πώς επαναστατεί και δραπετεύει.
Η οικειότητα, τις περισσότερες φορές, δεν απαιτεί προσπάθεια. Είναι φυσική, σπάνια και ξεχωριστή. Και ακόμη κι αν ο κόσμος γεμίσει με ανθρώπους που κάθονται πλάτη με πλάτη, ακόμη κι αν η πλειοψηφία αυτών στρέφει το κεφάλι από την άλλη μεριά, εσύ θα ξέρεις, πως υπάρχουν άνθρωποι διάφανοι, που νιώθουν ευγνώμονες που ανακαλύπτουν ο ένας τον άλλον, που αγωνιούν να δουν, αν πράγματι είσαι ακόμη εκεί και που, ακόμη κι αν είναι όλα εναντίον τους, βρίσκουν μια θέση να τρυπώσουν ήσυχα δίπλα σου, ακλόνητοι και γεμάτοι αυτοπεποίθηση, γιατί διαθέτουν το πιο ισχυρό συστατικό που λέγεται πίστη. Σε σένα και στον δικό σου μικρόκοσμο, που τόσο τους ταιριάζει.
Πηγή
http://www.loveletters.gr
Λένε πως ο άνθρωπός σου είναι κάποιος που συνδέεστε μαγικά, χωρίς προσπάθεια. Με μια οικειότητα που εξαρχής σας τρομάζει. Πρατηρώντας τον κόσμο γύρω σου, όμως, θα συμφωνήσεις πως, κάθε άλλο, παρά οικειότητα ανθίζει στις ανθρώπινες διαπροσωπικές σχέσεις. Οι άνθρωποι γύρω σου μιλούν, χαμογελούν, επιδίδονται σε φιλοφρονήσεις χαμηλής ποιότητας και ψευδολογούν κατά κόρον. Σχεδόν φίλοι, σχεδόν ερωτευμένοι, σχεδόν καλοί, σχεδόν ειλικρινείς και απολύτως μέτριοι σε όλα μας. Πού να χάθηκε ἀραγε εκείνη η παλιομοδίτικη οικειότητα, που συνέδεε τους ανθρώπους με έναν τρόπο παράξενο και δυνατό; Σάμπως, δεν είναι κι αυτή ένα από τα θύματα της αποξένωσης και και της αποστασιοποίσης που προκύπτουν από την έλλειψη εμπιστοσύνης στο κοινό μας ανθρώπινο είδος;
Συνήθισες να γυρίζεις την πλάτη, άνθρωπε και έπεσες στην ίδια παγίδα, που έστησες στους άλλους. Προσπάθησες να τους μοιάσεις και να κάνεις πως δε σε νοιάζει, περιμένοντας πως εκείνοι, οι άλλοι, θα ταρακουνιόντουσαν και θα επέστρεφαν κοντά σου, μα φλέρταρες τόσο συχνά με το κενό που ολοένα και μεγάλωνε, μέχρι που βούλιαξες μέσα του. Και τώρα σαν ένας ξένος μεταξύ ξένων αναζητάς την οικειότητα, που μπορούν να σου δώσουν μόνο εκείνοι που σε αποδέχονται για όλα όσα συνθέτουν ολοκληρωμένα την εικόνα σου. Σιχαίνεσαι να αντικρίζεις εκείνο το βλέμμα των ανθρώπων,που προσπαθούν με μαεστρία να σου κρύψουν όλα όσα δεν τους αρέσουν πάνω σου και ψάχνεις τους ατόφιους και αληθινούς, που θα σου πουν κατάμουτρα αυτό που ξέρεις, μα αρνείσαι να δεχτείς. Ανάζητάς το ενδιαφέρον τους, γιατί βαρέθηκες να βλέπεις ανθρώπους να αδιαφορούν, γυρίζοντας απλώς την πλάτη τους και συνεχίζοντας τη μοναχική πορεία του ατομικισμού.
Αναζητάς από επιλογή την οικειότητα, γιατί είναι αυτή που σε κάνει να νιώθεις πως ανήκεις κάπου, πως έχεις βρει το καταφύγιο για να φωλιάζει η ψυχή σου και οποιοσδήποτε κίνδυνος μπορεί να κριθεί αντιμετωπίσιμος, γιατί δεν είσαι μόνος συναισθηματικά. Πού χάθηκαν, αλήθεια, οι άνθρωποι, που θέλουνε να μοιράζονται, που ανυπομονούν να σε δουν, για να σου πουν εκείνα που τους βαραίνουν, για να πάρουν δύναμη από την αγκαλιά σου, που θέλουν μόνο να σ᾽έχουν απέναντί τους, για να σε ακούσουν, να σε νιώσουν, να σε λυτρώσουν από τη μοναξιά ή απλώς να σταθούν δίπλα σου, χωρίς να πουν κουβέντα; Πόσο, τελικά, πρέπει να έχεις χορτάσει το σκοτάδι, ώστε να επιλέξεις το ζεστό και οικείο φως και πόσο πρέπει να έχεις μισήσει τον εαυτό σου, ώστε να έχεις αυτοπροσδιοριστεί ως ανίκανος να αναπτύξεις το δέσιμο μ᾽εκείνους τους λίγους και ξεχωριστούς;
Οι άνθρωποι γύρω σου δεν άλλαξαν από τη μια στιγμή στην άλλη. Μέρα με τη μέρα και χρόνο με το χρόνο, γίναμε ξένοι με τους πιο δικούς μας. Είσαι εσύ, που, επειδή δεν πίστεψες ποτέ στον εαυτό σου, σού στάθηκε αδύνατο να πιστέψεις σε οποιονδήποτε άλλον. Εγκλωβισμένος μια ζωή σε σύνδρομα και φοβίες, προτίμησες τον ασφαλή χώρο της μοναξιάς και κράτησες απ᾽έξω εκείνους που προσπαθούσαν να σπάσουν παράθυρα για να σε βρουν. Σφιχταγκάλιασες τον εαυτό σου, που τόσο θρηνούσες γι᾽ αυτό στο οποίο είχε μεταλλαχτεί και, κάθε τόσο, προσπαθούσες να τον πείσεις πως δε χρειαζόταν τίποτε περισσότερο πέρα από τον ίδιο. Μα η ψυχή δεν εγκλωβίζεται και απαιτεί διέξοδο, ματώνει κάθε που απομονώνεται και αποτελλεί στ᾽αλήθεια μυστήριο, πώς επαναστατεί και δραπετεύει.
Η οικειότητα, τις περισσότερες φορές, δεν απαιτεί προσπάθεια. Είναι φυσική, σπάνια και ξεχωριστή. Και ακόμη κι αν ο κόσμος γεμίσει με ανθρώπους που κάθονται πλάτη με πλάτη, ακόμη κι αν η πλειοψηφία αυτών στρέφει το κεφάλι από την άλλη μεριά, εσύ θα ξέρεις, πως υπάρχουν άνθρωποι διάφανοι, που νιώθουν ευγνώμονες που ανακαλύπτουν ο ένας τον άλλον, που αγωνιούν να δουν, αν πράγματι είσαι ακόμη εκεί και που, ακόμη κι αν είναι όλα εναντίον τους, βρίσκουν μια θέση να τρυπώσουν ήσυχα δίπλα σου, ακλόνητοι και γεμάτοι αυτοπεποίθηση, γιατί διαθέτουν το πιο ισχυρό συστατικό που λέγεται πίστη. Σε σένα και στον δικό σου μικρόκοσμο, που τόσο τους ταιριάζει.
Πηγή
http://www.loveletters.gr