Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

Ένα αλλιώτικο κρύο

Του Δημήτρη Μιχελουδάκη

Ανηφόριζε την Ερμού, λίγο πριν το ύψος της πλατείας Καπνικαρέας. Ακόμα πολύβουο το κέντρο της πόλης αν και ήδη αρχές Οκτώβρη και οι πρώτες ψύχρες εμφανίστηκαν. Μόλις είχε παρατήσει την παρέα να χορεύει ξέφρενα πάνω στα τραπέζια του ρεμπετάδικου. Ξάφνου ένιωσε μια ψύχρα να την κατακλύζει σύγκορμα, από τα νύχια μέχρι το μέτωπο. Με κινήσεις ταχυδακτυλουργού έβγαλε το κασκόλ από τη τσάντα της.
Τυπικό δείγμα γυναικείας τσάντας… Παρόλο τούτο, το βρήκε αμέσως, κουκουλώθηκε και έσφιξε το κασκόλ. Εξακολουθούσε να αισθάνεται αυτό το κοφτό κρύο… Τέτοιο, που έχουμε σε καταστάσεις πυρετού. Ζύγιαζε και μετρούσε στο μυαλό της τι είχε πιει. Τρία – τέσσερα ποτηράκια κόκκινο κρασί, ποσότητα εντός ορίων για τα δεδομένα της. Δε δικαιολογούσαν την παράξενη εσωτερική παγωνιά.

Σταμάτησε σε ένα 24ωρο καφέ. Παρήγγειλε ένα πολύ ζεστό καπουτσίνο. Καθώς τουρτούριζε εσωτερικά, παρατηρούσε τους περαστικούς. Δεν ήταν και πολύ “χοντρά” ντυμένοι. Άναψε ένα τσιγάρο. Απ αυτά τα λεπτά, “σικ” γυναικεία. Αυτοσαρκαζόταν συνέχεια γι’ αυτή την καινούργια της συνήθεια.

Πήρε τον καφέ, τον έκλεισε ερμητικά στις χούφτες της και συνέχισε να ανεβαίνει. Κοιτώντας τα μαγαζιά αριστερά και δεξιά, το μόνο που της τριβέλιζε το μυαλό ήταν το “περίεργο” τούρτουρο. Δεν πρόσεξε ούτε μία βιτρίνα. Λίγο πριν τη γωνία του δρόμου κοντοστάθηκε και κοιτούσε μια ηλικιωμένη, που καθόταν καταγής, με ένα πλαστικό ποτηράκι με λίγα παγωμένα νομίσματα. Αφού έριξε ένα ευρώ, ρώτησε τη γιαγιά:


“Καλά, δεν κρυώνετε;”

“Από το κρύο; Όχι, κοπέλα μου.”

Έκανε μια λεπτή γκριμάτσα απορίας και κοίταξε την περίμετρο της εν λόγω γιαγιάς.

“Δε μας ζεσταίνουν ούτε τα κασκόλ, ούτε τα βάρια ρούχα, ούτε οι καυτοί καφέδες, παιδί μου. Μόνο η ζεστή παρέα και οι θερμές αναμνήσεις προσφέρουν πραγματική θαλπωρή. Εγώ έχω, οπότε είμαι πάντα στα ζεστά. Εσύ;”

Πηγή
http://enallaktikidrasi.com/2015/12/ena-alliotiko-kruo/