...Όπου η Τζέην Έιρ συναντά μια γηραιά κυρία άξια περιέργειας κι όπου ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια ακόμα πιο περίεργη στιχομυθία...
...Η βιβλιοθήκη ήταν εντελώς ήσυχη όταν μπήκα. Η Σίβυλλα —αs πούμε ότι ήταν Σίβυλλα — καθόταν αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα στο παραγώνι. Φορούσε ένα κόκκινο πανωφόρι και ένα μαύρο μποννέ ή, μάλλον, ένα πλατύγυρο τσιγγάνικο καπέλο, δεμένο κάτω από το πηγούνι της μ' ένα ριγωτό μαντήλι.
Πάνω στο τραπέζι ήταν ένα σβησμένο κερί. Αυτή ήταν σκυμμένη πάνω από τη φωτιά και διάβαζε κάτι από ένα μικρό μαύρο βιβλίο, σαν προσευχητάριο, στο φως της φλόγας. Πρόφερε χαμηλόφωνα τα λόγια της, όπως κάνουν συνήθως οι ηλικιωμένες γυναίκες όταν διαβάζουν. Δεν σταμάτησε αμέσως μόλις μπήκα. Φαίνεται πως ήθελε να τελειώσει την παράγραφο.
Πλησίασα στο τζάκι και ζέστανα τα χέρια μου που ήταν κρύα, αφού στο σαλόνι καθόμουνα μακριά από τη φωτιά. Ένιωθα ήρεμη, πολύ ήρεμη, όσο πιο ήρεμη θυμάμαι να έχω νιώσει ποτέ μου.
Στην εμφάνιση της τσιγγάνας δεν υπήρχε τίποτε που θα μπορούσε να σε ταράξει. Έκλεισε το βιβλίο της και σήκωσε αργά το βλέμμα της. Ο γύρος του καπέλου της σκίαζε εν μέρει το πρόσωπό της. Ωστόσο, όπως το σήκωνε, πρόσεξα ότι ήταν ένα αλλόκοτο πρόσωπο. Μου φάνηκε σκοτεινό και μαυριδερό. Ανάκατα τσουλούφια ξεπηδούσαν μέσα από ένα άσπρο κολλάρο που έκανε το γύρο του πηγουνιού της και ανέβαινε μέχρι τα μάγουλα ή, καλύτερα, τα σαγόνια της. Το μάτι της στράφηκε αμέσως πάνω μου, μ' ένα τολμηρό και ευθύ βλέμμα.
— Λοιπόν, ήρθες κι εσύ να μάθεις τη μοίρα σου; είπε, με μια φωνή αποφασιστική όσο και το βλέμμα της, τραχιά όσο και τα χαρακτηριστικά της.
— Δεν μ' απασχολεί καθόλου, κυρά. Κάνε όπως αγαπάς. Αλλά εγώ οφείλω να σε προειδοποιήσω ότι δεν έχω πίστη.
— Είσαι και αναιδής, τέτοια λόγια που λες! Το περίμενα όμως. Τ' άκουσα στο βήμα σου όπως διάβαινες το κατώφλι.
— Αλήθεια; Έχεις αυτί που κόβει τότε.
— Βέβαια· και μάτι που κόβει και μυαλό που κόβει.
— Θα τα χρειάζεσαι και τα τρία στη δουλειά σου.
— Πράγματι. Ιδίως όταν έχω να κάνω με πελάτες σαν και του λόγου σου. Γιατί δεν τρέμεις;
— Δεν κρυώνω.
— Γιατί δεν είσαι χλομή;
— Δεν είμαι άρρωστη.
— Γιατί δεν συμβουλεύεσαι την τέχνη μου;
— Δεν είμαι ανόητη.
Η μπαμπόγρια "έμπηξε" ένα γέλιο κάτω από το μποννέ και το μαντήλι της, ύστερα έβγαλε μια κοντή μαύρη πίπα, την άναψε κι άρχισε να καπνίζει. Αφού απόλαυσε λίγο αυτό το καταπραϋντικό, ανασήκωσε το κυρτό κορμί της, έβγαλε την πίπα από τα χείλια της και, κοιτώντας επίμονα τη φωτιά, είπε με πολύ αργή και σταθερή φωνή.
— Και κρυώνεις και άρρωστη είσαι και ανόητη είσαι.
— Απόδειξέ το, αποκρίθηκα εγώ.
— Θα το κάνω· και σύντομα.
Κρυώνεις επειδή είσαι ολομόναχη. Τίποτα δεν υπάρχει ν' ανάψει τη φωτιά που σιγοκαίει μέσα σου.
Είσαι άρρωστη επειδή το καλύτερο από τα συναισθήματα, το ευγενικότερο και γλυκύτερο συναίσθημα που έχει ο άνθρωπος, κρατιέται μακριά σου.
Είσαι ανόητη επειδή, όσο κι αν τραβήξει το μαρτύριό σου, εσύ δεν πρόκειται να του γνέψεις να πλησιάσει, ή να κάνεις ένα βήμα για να το συναντήσεις εκεί όπου σε περιμένει αυτό....
Σάρλοτ Μπροντέ, Τζέην Έυρ, σελ. 258-259, μτφρ. Δ. Κίκιζας, εκδ. Σμίλη, 1997.
Πηγή
https://skepseissofwn.blogspot.com/search?updated-max=2016-07-15T22:36:00%2B03:00&max-results=8&start=2312&by-date=false