Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Φοβάμαι τους ανθρώπους, που εύκολα με κρίνουν για το χρώμα μου κι όχι για την ψυχή μου…

Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος

Μια φορά και έναν καιρό, η κοκκινοσκουφίτσα κι ο λύκος σταύρωσαν τυχαία σε ένα ξέφωτο του δάσους.
Εκείνη πήγαινε μια βόλτα στην γιαγιά της και εκείνος περιπλανιότανε αμίλητος, απογοητευμένος και θυμωμένος συνάμα, γιατί για ακόμη μια φορά του είχαν χαλάσει την φωλιά του.
Εκείνη όμορφη και κατακόκκινη και εκείνος ένα μαύρο κι απ΄ έξω άσχημο, αγρίμι τρομαγμένο.
Εκείνη επικίνδυνα φωτεινή κι εκείνος δαρμένος από φήμες ψεύτικες και κυνηγημένος για κρίματα που οι άλλοι του χρεώσανε, κρίματα που τελικά ποτέ δεν τα είχε κάνει.
Εκείνη αθώα εκ των προτέρων και εκείνος ερήμην ένοχος σε δίκες στημένες και πέρα για πέρα άδικες.

Έτσι λοιπόν, με ένα θράσος περίσσιο και με μια δήθεν αφέλεια τον ρώτησε…

– Λύκε, γιατί ζεις εδώ μέσα στο δάσος μοναχός σου;

– Γιατί φοβάμαι τους ανθρώπους που μιλούν δίχως να σκέφτονται. Φοβάμαι τους ανθρώπους που με κρίνουν για το χρώμα κι όχι για την ψυχή μου.

– Γιατί έχεις τόσο χοντρό τρίχωμα;

– Για να αντέχω τους χειμώνες που μένουν και επιμένουν, τις παγωνιές που μου παγώνουν την καρδιά και τις βροχές που με λύσσα μαστιγώνουν το κορμί μου.

– Γιατί έχεις τόσο μεγάλο στόμα και βροντερή φωνή;

– Για να φωνάζω στα όνειρά μου να μην σωπάσουνε ποτέ τους, στα όνειρα που ουρλιάζουν για ζωή.

– Γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;

– Για να ακούω όλα τα θέλω που τρόμαξανε, τα ξεπεσμένα θέλω μου, που οι κριτές μου τους επέβαλαν να μένουν σιωπηλά.

– Γιατί έχεις τόσο μεγάλη μύτη;

– Για να μυρίζω τις ελπίδες που έχω χάσει, τις άμοιρες ελπίδες μου, που σε σπηλιές ανήλιαγες κρύφτηκαν φοβισμένες, μην τύχει και τις δούνε οι “κυνηγοί”.

– Γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια;

– Για να βλέπω πως φεύγει η ζωή, πως φεύγουνε οι μέρες δίχως χρώμα, πως χαραμίζονται οι νύχτες μου γεμάτες μοναξιά.

– Γιατί έχεις τόσο μεγάλη γλώσσα;

– Για να γλύφω τις πληγές που μου ανοίξανε, γιατί ανυπόφορα πονάνε οι πληγές οι ανοιχτές.

– Γιατί έχεις νύχια και δόντια κοφτερά;

– Για να ξεσκίζω τα ψέματά τους που για αλήθεια μου σερβίρουνε.

– Γιατί έχεις μαύρο χρώμα;

– Για να πενθώ τις πεθαμένες μου αγάπες.

– Γιατί έχεις τόσο μεγάλα χέρια;

– Για να μπορώ να αγκαλιάζω γύρω γύρω το κορμί μου, βλέπεις μικρή μου, κανείς δεν σκέφτεται πως και οι λύκοι έχουν ανάγκη από αγκαλιά.

– Γιατί ουρλιάζεις κάθε βράδυ στο φεγγάρι;

– Για να φωτίσει τα σκοτάδια που με σκιάζουν. Και να με ακούσει κάποτε, μπας και κατεβεί να μου κάνει συντρόφια.

– Γιατί λένε πως είσαι επικίνδυνος και πως εσύ είσαι ο πιο κακός;

– Γιατί κακιώνουν στις αλήθειες που τους λέω, γιατί βολεύονται στα ψέματα να ζούνε. Γιατί στο τέλος όλοι ψάχνουν έναν ένοχο να βρούνε, να του φορτώσουν τις δικές τους ενοχές.

Εκείνη χαμογέλασε δύσπιστα, άνοιξε το βήμα και συνέχισε τον δρόμο της, θαρρώντας πως είχε ακούσει απλά ένα παραμύθι από τον λύκο. Και εκείνος βούρκωσε, που πήγανε τα λόγια του χαμένα και που είχε το άδικο σαν κόμπο στον λαιμό.
Εκείνη έφτασε ασφαλής και σιγοτραγουδώντας στο ζεστό σπίτι της γιαγιάς, εκ των προτέρων αθώα κι υπεράνω πάσης υποψίας. 
Και εκείνος ξεπαγιασμένος και ερήμην ένοχος, ούρλιαξε κοιτώντας το αδιάφορο φεγγάρι για ακόμη μια φορά.

Και έζησαν αυτοί καλά κι αυτός μονάχος του…
Πηγή

http://www.loveletters.gr/%CE%A4%CE%BF%CF%85%CF%82-%CF%86%CE%BF%CE%B2%CE%AC%CE%BC%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%82-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CF%8D%CE%BA%CE%BF%CE%BB/