Της Σοφίας Παπαηλιάδου
Έφυγε λέει, πλήρης ημερών.
Αλήθεια;
Είσαι σίγουρος;
Τις μέρες του τις ρώτησες αν ένιωθαν πλήρεις ή αν αναζητούσαν το θάνατο μπας και δουν καμιά διαφορά με τη ζωή;
Εγώ που λες τον θυμάμαι αυτόν τον «πλήρης ημερών», μια ζωή μόνο κι έρμο.
Όχι από εκείνους τους μόνους που την επέλεξαν την μοναξιά και την φόρεσαν στην ψυχή.
Από εκείνους τους άλλους που την μοναξιά την πήραν αγκαλιά και γατζώθηκαν από πάνω της γιατί δεν είχαν το θάρρος να ζήσουν.
Από εκείνους τους άλλους που από όπου κι αν πέρασαν, δεν άγγιξαν τίποτα.
Άλλοτε για να μην λερωθούν, άλλοτε για να μην μπλέξουν κι άλλοτε για να μην προδοθούν λέει.
Λες και έχει νόημα η ζωή αν δεν πέσεις στα πατώματα για έναν έρωτα, αν δεν γίνεις χίλια κομμάτια και δεν κοπείς.
Λες κι έχει νόημα μια ζωή που δεν θα ρισκάρεις τίποτα.
Ναι, κάποιοι θα σε προδώσουν και κάποιους θα προδώσεις κι εσύ. Θα αγαπήσεις, θα ερωτευτείς, θα γελάσεις, θα κλάψεις, θα γίνεις κομμάτια χίλια και θα σε σκορπίσει ο Βαρδάρης.
Και μετά θα αρχίσεις να μαζεύεις τα κομμάτια σου ένα ένα. Θα σταθείς στον πάτο του βαρελιού και θα πάρεις δύναμη για να ξανασηκωθείς.
Και την ώρα που θα βγεις από το σκοτάδι, τότε φίλε μου θα καταλάβεις πως ζεις.
Δεν θα ξέρεις πόσος καιρός πέρασε. Δεν θα ξέρεις τίποτα.
Θα ξέρεις μόνο πως έζησες. Δεν επιβίωσες, έζησες!
Έζησες χωρίς να φυλάξεις και χωρίς να φυλαχτείς.
Χωρίς να μετρήσεις.
Ότι μετράς, το χάνεις φίλε μου.
Μέρες, έρωτες, στιγμές, άνθρωποι.
Δεν μετριούνται, δεν ζυγίζονται, δεν μπαίνουν σε κουτάκια.
Αφήνουν τα σημάδια τους στην ψυχή σου και πάνε παρακάτω.
Μην μου μιλάς λοιπόν για τύπους «πλήρης ημερών».
Μίλα μου για εκείνους τους άλλους, τους πλήρεις στιγμών.
Τους σημαδεμένους από έρωτες κι ανθρώπους. Από φιλίες κι αισθήματα.
Εκείνους που δεν διάλεξαν τις μάχες τους έξυπνα. Δεν τις επέλεξαν ανάλογα με το αν θα τις κέρδιζαν ή αν θα τις έχαναν.
Τις έδιναν γιατί έπρεπε να δοθούν.
Τις έδιναν κι ας ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκαναν.
Έκαναν το φόβο κολλητό τους και περπάτησαν παρέα μια ζωή.
Δεν κρύφτηκαν πίσω του, δεν έσκυψαν μπροστά του.
Περπάταγαν μπροστά του με βήμα αντρίκιο.
Άσε με λοιπόν να σου μιλώ για εκείνους που αγαπώ.
Για εκείνους τους σημαδεμένους και τους πλήρεις στιγμών.
Για τους άλλους, δεν ξέρω τι να σου πω… δεν κατάλαβα ποτέ γιατί πέρασαν από εδώ.
Πηγή
https://www.anapnoes.gr
Έφυγε λέει, πλήρης ημερών.
Αλήθεια;
Είσαι σίγουρος;
Τις μέρες του τις ρώτησες αν ένιωθαν πλήρεις ή αν αναζητούσαν το θάνατο μπας και δουν καμιά διαφορά με τη ζωή;
Εγώ που λες τον θυμάμαι αυτόν τον «πλήρης ημερών», μια ζωή μόνο κι έρμο.
Όχι από εκείνους τους μόνους που την επέλεξαν την μοναξιά και την φόρεσαν στην ψυχή.
Από εκείνους τους άλλους που την μοναξιά την πήραν αγκαλιά και γατζώθηκαν από πάνω της γιατί δεν είχαν το θάρρος να ζήσουν.
Από εκείνους τους άλλους που από όπου κι αν πέρασαν, δεν άγγιξαν τίποτα.
Άλλοτε για να μην λερωθούν, άλλοτε για να μην μπλέξουν κι άλλοτε για να μην προδοθούν λέει.
Λες και έχει νόημα η ζωή αν δεν πέσεις στα πατώματα για έναν έρωτα, αν δεν γίνεις χίλια κομμάτια και δεν κοπείς.
Λες κι έχει νόημα μια ζωή που δεν θα ρισκάρεις τίποτα.
Ναι, κάποιοι θα σε προδώσουν και κάποιους θα προδώσεις κι εσύ. Θα αγαπήσεις, θα ερωτευτείς, θα γελάσεις, θα κλάψεις, θα γίνεις κομμάτια χίλια και θα σε σκορπίσει ο Βαρδάρης.
Και μετά θα αρχίσεις να μαζεύεις τα κομμάτια σου ένα ένα. Θα σταθείς στον πάτο του βαρελιού και θα πάρεις δύναμη για να ξανασηκωθείς.
Και την ώρα που θα βγεις από το σκοτάδι, τότε φίλε μου θα καταλάβεις πως ζεις.
Δεν θα ξέρεις πόσος καιρός πέρασε. Δεν θα ξέρεις τίποτα.
Θα ξέρεις μόνο πως έζησες. Δεν επιβίωσες, έζησες!
Έζησες χωρίς να φυλάξεις και χωρίς να φυλαχτείς.
Χωρίς να μετρήσεις.
Ότι μετράς, το χάνεις φίλε μου.
Μέρες, έρωτες, στιγμές, άνθρωποι.
Δεν μετριούνται, δεν ζυγίζονται, δεν μπαίνουν σε κουτάκια.
Αφήνουν τα σημάδια τους στην ψυχή σου και πάνε παρακάτω.
Μην μου μιλάς λοιπόν για τύπους «πλήρης ημερών».
Μίλα μου για εκείνους τους άλλους, τους πλήρεις στιγμών.
Τους σημαδεμένους από έρωτες κι ανθρώπους. Από φιλίες κι αισθήματα.
Εκείνους που δεν διάλεξαν τις μάχες τους έξυπνα. Δεν τις επέλεξαν ανάλογα με το αν θα τις κέρδιζαν ή αν θα τις έχαναν.
Τις έδιναν γιατί έπρεπε να δοθούν.
Τις έδιναν κι ας ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκαναν.
Έκαναν το φόβο κολλητό τους και περπάτησαν παρέα μια ζωή.
Δεν κρύφτηκαν πίσω του, δεν έσκυψαν μπροστά του.
Περπάταγαν μπροστά του με βήμα αντρίκιο.
Άσε με λοιπόν να σου μιλώ για εκείνους που αγαπώ.
Για εκείνους τους σημαδεμένους και τους πλήρεις στιγμών.
Για τους άλλους, δεν ξέρω τι να σου πω… δεν κατάλαβα ποτέ γιατί πέρασαν από εδώ.
Πηγή
https://www.anapnoes.gr