Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Τα μάτια...

Τι σου είναι τα μάτια. Θες αμυγδαλωτά, στρογγυλά ή σχιστά; Έχουμε. Θες καστανοπράσινα, χρυσομελιά ή γκριζομπλέ; Έχουμε. Ελαφίσια, κουταβίσια, γελαδίσια(όχι, νταξ, το τελευταίο μάλλον δε θες). Έ-χου-με!
Έχετε κάνει απ’ τα τεστ που κυκλοφορούν δεξιά κι αριστερά σε σάιτ, με θέμα «ποιο στιλ φλερτ σου ταιριάζει», «τι σ’ελκύει σ’ έναν άνθρωπο»; Φυσικά κι έχετε, όλοι κάνουμε, ακόμα κι αν το κρύβουμε επιμελώς απ’ το περιβάλλον μας και το διαγράφουμε απ’ το ιστορικό περιήγησής μας. Ας μην κοροϊδευόμαστε, τα ιντερνετικά χαζοτέστ είναι μάστιγα και κάψιμο τρελό! Πόσες φορές κι εγώ έχω απαντήσει σ’ ερώτησή τους «τι προσέχω πρώτο σε κάποιον που μ’ ενδιαφέρει ερωτικά». Η απάντησή μου είναι πιο γρήγορη κι απ’ τη σκιά μου: Μάτια. Όχι, δε θέλω να το ξανασκεφτώ, ευχαριστώ.

Πιστεύω πολλοί θα βρεθούν να μ’ ενισχύσουν σ’ αυτή την επιλογή μου. Κάνουμε μπούγιο τελικά οι «ματάκηδες». Σαφώς κι όχι μ’ αυτό τ’ όνομα, πάντως θα μπορούσαμε άνετα να δημιουργήσουμε κίνημα, τώρα που το σκέφτομαι. Βέβαια, στις πρώτες θέσεις συναντάς και κάτι χέρια, χείλη, πλάτες κι όχι αδίκως. Είναι και στην προσωπική μου λίστα. Για να μη μιλήσω και για τα βυζιακώλους. Αλλά! Τι σου είναι τα μάτια, αδερφάκι μου. Παντού κολλάνε.

Πολύ λογικό, θα έλεγα. Οι άνθρωποι δε μυρίζονται όπως τα σκυλιά, για να γνωριστούνε, παρά κοιτιούνται (κάντε μας εικόνα ν΄αλληλομυριζόμαστε, σας παρακαλώ…!) 

Είσαι σ’ έναν οποιονδήποτε χώρο με κόσμο. Σκανάρεις. Σταματάς σε κάποιο βλέμμα κι από εδώ, κυρίες και κύριοι, αρχίζει το παιχνίδι. Τα μάτια είναι, λοιπόν, η πρώτη ηλεκτρική επαφή με τον άλλον, που προκαλεί γλυκά ανώδυνα σοκ στον εγκέφαλο κι από εκεί σ’ όλο μας το σώμα.

Έπειτα, τα μάτια είναι σαμπουάν και κοντίσιονερ· μπορεί ν’ αποτελούν στοιχείο εξωτερικής εμφάνισης, όμως πίσω απ’ τον αμφιβληστροειδή κρύβουν μικρές δόσεις ουσίας. Λίγο κοντά να πας και βλέπεις τ’ από μέσα. Πώς όταν κοιτάς μπαλκόνια το καλοκαίρι, βλέπεις απ’ τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες καρπούζι στο τραπέζι κι επανάληψη «Άκρως Οικογενειακόν» στην τηλεόραση; Έτσι και με τα μάτια. Στην πραγματικότητα αυτά θα έπρεπε ν’ αποκαλούμε «μπαλκόνια»!

Δεν έχει μ’ αρέσουν-δε μ’ αρέσουν – τα κοιτάς πρώτη φορά και τα ερωτεύεσαι ή όχι. Εγώ σίγουρα τα έχω ερωτευτεί. Αυτά τα μάτια σου, που είναι… Όχι, δε θα τα περιγράψω, γιατί θα προκαταλάβω· μπορεί όλοι να έχουμε συγκεκριμένες προτιμήσεις κατά νου, όμως τελικά αυτό που μαγνητίζει δεν είναι σχήμα και χρώμα, αλλά ο τρόπος που μας κοιτάνε. Κι εσύ, όταν σε πρωτογνώρισα, φόραγες τη σούπερ σοβαρή μάσκα σου, αλλά στα μάτια σου είχες μια έκρηξη ζωηράδας, πονηρού κι εξυπνάδας. Τ’ αμόλησες να τρέχουν παιχνιδιάρικα πάνω μου και να μου γελούν κρυφά, μα πλατιά και ξεδιάντροπα. Τόσο προκλητικά, που έτοιμη ήμουν ν’ αρχίσω να τρέχω κι εγώ, να σκουντουφλάω πάνω σ’ ενοχλημένους περαστικούς και να χαχανίζω ακατάσχετα.

Ύστερα, λατρεύω να βλέπω μέσα τους τον πόθο σου για ‘μένα. Η επιθυμία δεν κρύβεται και το σώμα σου μου φωνάζει, ζητάει και παιδεύεται. Αλλά τα μάτια σου την επικοινωνούν από μόνα τους με τόσους τρόπους, που με συναρπάζουν. 

Σκουραίνουν τις νύχτες και γυαλίζουν τις μέρες. Πόση τρέλα κρύβουν τόσο τα σκοτάδια όσο κι η γυαλάδα κι εγώ να διαφεντεύω και τα δύο σου. Μ’ αρέσει να παρατηρώ τις κόρες σου να διαστέλλονται απ’ το ανικανοποίητο, όταν ξανά και ξανά σ’ αφήνω μ’ ένα φιλί για καληνύχτα στο σκαλάκι έξω απ’ την πολυκατοικία μου. Απ’ το στόμα σου δε θα βγει τσιμουδιά και πάλι, αλλά τα μάτια σου θα μ’ έχουν καρφώσει όλο ανάγκη κι απαίτηση στον τοίχο, τόσο που θα δυσκολεύομαι να πετύχω την κλειδαρότρυπα με το κλειδί. Κι όταν σε βάλω στα ενδότερα, θέλω τα μάτια σου ανοιχτά, να βλέπω που θα στραγγίζουν από ανάγκη και θα καλωσορίζουν την ανακούφιση.

Έπειτα, τα βράδια πού τα πας και τα πρωινά πού τα βάζεις; Θέλω να εκμεταλλεύομαι τις φορές που κοιμόμαστε μαζί, γιατί στον ύπνο είμαστε οι πιο ευάλωτοι. Η κούραση μας κάνει απρόσεκτους στο να κρατάμε τα τείχη μας ψηλά κι απ’ τα μισόκλειστα μάτια της νύχτας και τα μισάνοιχτα του πρωινού τρυπώνουμε στα υπόγεια περάσματα του «εχθρού». Γι’ αυτό προσπαθώ να κρατιέμαι ξύπνια λίγο περισσότερο από ‘σένα. Πριν αποκοιμηθείς, περνάω προσεκτικά ανάμεσα απ’ τις βλεφαρίδες σου και βολεύομαι δίπλα στις χρωματιστές σου ίριδες. Το βράδυ, όσο ονειρεύεσαι και τρεμοπαίζουν τα βλέφαρά σου, είναι επειδή χορεύω εγώ από πίσω τους. Μόλις ξημερώνει, παίρνω τα παπούτσια μου κι επιστρέφω στο σώμα μου, να σου χαμογελάω αγουροξυπνημένη κι αναμαλλιασμένη απ’ το διπλανό μαξιλάρι.

Αυτό που αγαπώ περισσότερο όμως, είναι η τρυφερότητά τους. Όταν με κοιτάς και νομίζεις ότι δεν το καταλαβαίνω, οπότε κι αφήνεις να εισχωρήσει στη ματιά σου όλο το συναίσθημα του κόσμου. Η ζεστασιά που με περιβάλλεις με κάνει να θέλω να παρατήσω ό,τι κάνω και να πετάξω την καθημερινότητα από πάνω μου. Μετά να πάρω φόρα και να πηδήξω στο κενό φωνάζοντας τ’ όνομά σου, να γεμίσει ο αέρας. Από ‘σένα, που μ’ αγαπάς, με προσέχεις κι είσαι τρυφερός κι όλα αυτά μ’ ένα ζευγάρι μάτια.

Κι όταν θα τσακωθούμε, θα σ’ αφήσω να φωνάξεις, να κλοτσήσεις το τραπεζάκι του σαλονιού και να σπάσεις το βάζο του στο πάτωμα. Σταμάτα να μου μιλάς, να μου γελάς και να μ’ ακουμπάς. Μη μου στερείς τα μάτια σου μόνο. Χρειάζομαι να βλέπω ότι δε σ’ έσπασα, όπως εσύ το βάζο μου· απλώς αυτή τη στιγμή με μισείς και μ’ αγαπάς ταυτόχρονα, με το ένα μάτι με πνίγεις με θηλιά, με τ’ άλλο με φιλιά. Μόνο έτσι θα καταφέρω να βγάλω τη νύχτα, να ξυπνήσουμε το επόμενο πρωί κι εγώ να σου χαμογελάσω ξανά απ’ το διπλανό μαξιλάρι.

Να τ’ αγαπάτε τα μάτια, γιατί μπορούν να είναι τρυφερά, τσακίρικα και παθιασμένα, όλα αυτά ταυτόχρονα κι αυθεντικά. Και να τα προσέχετε, γιατί ενίοτε σου κλέβουν τον έλεγχο, την ανάσα και την καρδιά, σ’ αφήνουν ρέστο και πάλι πρόθυμο να δώσεις κι άλλο. Είμαι ρέστη απέναντί σου, το καταλαβαίνεις τώρα μετά απ’ όλες αυτές τις λέξεις; Ωστόσο, έλα, ζήτα μου τι άλλο θες. Κάν’ το με τα μάτια και θα βρω εγώ να στο δώσω.

Γαμώ τα μάτια σου. Έχεις και γαμώ τα μάτια. Τι σου είναι τα μάτια, αδερφάκι μου!


Συντάκτης: Μαίρη Ρήγα