Γράφει η Ελένη Αράπη.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ο φτερωτός Έρωτας, ξέρετε καλά, ο γιός της Αφροδίτης. Τόσο όμορφος μα και τόσο άτακτος συνάμα. Με το που έβγαζε τα βέλη απο την φαρέτρα του, τον έτρεμαν μέχρι και οι Θεοί…τόσο δυνατός ήταν ο μικρός μας Θεός. Τόσο ισχυρός όσο και η δύναμη του έρωτα που μπορεί να γαληνέψει και το πιο άγριο ζώο, τον Άνθρωπο.
Κάπου εκεί κατοικούσε και η Ψυχή, ένα μικρό κορίτσι. Η Ψυχή δεν ήταν Θεά, ούτε ξανθιά, ούτε εντυπωσιακή. Ειχε όμως τόση γλύκα μες στην καρδιά της που μόλις άνοιγε το στόμα της, άνθιζε η πλάση. Για όλους είχε ένα καλό βλέμμα φωλιασμένο μέσα της, που περίμενε να ανταμώσει τον κάθε Ανθρωπο, το κάθε πουλάκι, το κάθε ζωάκι ξεχωριστά.
Κάπου εκεί κατοικούσε και η Ψυχή, ένα μικρό κορίτσι. Η Ψυχή δεν ήταν Θεά, ούτε ξανθιά, ούτε εντυπωσιακή. Ειχε όμως τόση γλύκα μες στην καρδιά της που μόλις άνοιγε το στόμα της, άνθιζε η πλάση. Για όλους είχε ένα καλό βλέμμα φωλιασμένο μέσα της, που περίμενε να ανταμώσει τον κάθε Ανθρωπο, το κάθε πουλάκι, το κάθε ζωάκι ξεχωριστά.
Πήγαινε το γουρουνάκι που ήταν μες στη βρώμα, μες στις λάσπες κυλισμένο και εκείνη το κοιτούσε με αυτά τα μικρά της ματάκια που σπίθες πετούσαν, το χάιδευε στην μουσουδίτσα του και του τραγουδούσε.
Πήγαινε ο λύκος πεινασμένος, εβγαζε απο το πιάτο της το φαγητό και του το έδινε να χορτάσει, μετά του μιλούσε με τα μάτια και ξάφνου ο λύκος γινόταν κουτάβι.Η Ψυχή μας όπως καταλαβαίνετε δεν είχε εχθρούς μόνο φίλους λατρεμένους, ολόκληρη η πλάση την λάτρευε, όχι φυσικά για την ομορφιά της μιας και ήταν ασχημούλα μα για την Ανθρώπινη καρδιά της.
Ολοι εκτός απο την Αφροδίτη, την θεά της ομορφιάς. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είναι δυνατον να λατρεύουν οι θνητοί μια τόσο άσχημη. Αν συνέχιζαν έτσι θα έχανε τον θρόνο της και θα της τον έκλεβε η Θεά της Καλοσύνης η Ψυχή.
Βάζει λοιπόν τον ατακτούλη Ερωτα, τον γιό της, να σημαδέψει με τα βέλη του την Ψυχή, για να ερωτευθεί και να τυφλωθεί. Ο Ερωτας την παραμόνευε καιρό για να την σημαδέψει και επειδή ολα τα ζωακια ήταν φίλοι της και μόνο αυτά μπορούσαν να βλέπουν τον αόρατο θεό, κάθε που την σημάδευε έμπαιναν μπροστά της για να την προστατέψουν. Τσαντίστηκε τότε ο ατακτούλης και αποφάσισε να πάρει την γήινη μορφή του και να πάει να την ανταμώσει απο κοντά. Ηταν και περίεργος, τόση λατρεία να της έχουν που να δέχονται αβίαστα τα βέλη του χωρίς να βγάζουν άχνα;
Α, έπρεπε να την γνωρίσει και να την σημαδέψει κατευθείαν στην καρδιά!
Ενα πρωί λοιπόν έτσι όπως έπαιζε η Ψυχή με τα λυκάκια, εμφανίστηκε μπροστά της και πραγματικά ήταν τόσο όμορφος που όλα τα ζωάκια τον κοίταγαν θαμπωμένα. Ολα εκτός απο την Ψυχή. Τρελάθηκε ο Ερωτας, τι δηλαδή, ποιά ήταν αυτή η ασχημούλα που έπρεπε να την σημαδέψει με τα βέλη του για να τον ερωτευθεί, όταν ολόκληρη η πλάση, θαμπωνόταν στην όψη του. Πέταξε τα βέλη του μακριά. Σκέφτηκε… θα την κατακτήσω χωρίς καν να την λαβώσω, μόνο με την ομορφιά μου.
Ενα πρωί λοιπόν έτσι όπως έπαιζε η Ψυχή με τα λυκάκια, εμφανίστηκε μπροστά της και πραγματικά ήταν τόσο όμορφος που όλα τα ζωάκια τον κοίταγαν θαμπωμένα. Ολα εκτός απο την Ψυχή. Τρελάθηκε ο Ερωτας, τι δηλαδή, ποιά ήταν αυτή η ασχημούλα που έπρεπε να την σημαδέψει με τα βέλη του για να τον ερωτευθεί, όταν ολόκληρη η πλάση, θαμπωνόταν στην όψη του. Πέταξε τα βέλη του μακριά. Σκέφτηκε… θα την κατακτήσω χωρίς καν να την λαβώσω, μόνο με την ομορφιά μου.
Την πλησίασε, της συστήθηκε και άρχισε τα γλυκόλογα, πόσο όμορφη είναι, πόσο ψηλή, τι ωραία μάτια…ξέρετε ψέματα δηλαδή. Η Ψυχή που ήταν και πανέξυπνη του χαμογέλασε και του είπε : ” ‘Αχ Έρωτα, εγώ όμορφη δεν είμαι και η αλήθεια είναι ότι την όμορφιά την βλέπω με άλλη ματιά απο αυτήν που την κοιτάτε εσείς. Όταν αντικρίζω έναν Άνθρωπο, ένα ζωάκι, μπορώ και κάτω απο το πρόσωπο του να κοιτάω την καρδιά του να αφουγκράζομαι, τον πόνο του, τον καημό του, την δίψα του, την ψυχή του. Τώρα αν θέλεις να με σημαδέψεις – άνοιξε τα χέρια της διάπλατα – εδώ στην καρδιά μου χτύπα…”
Ο Ερωτας της έκλεισε τα χέρια, την αγκάλιασε, την κοίταξε βαθιά στα μάτια και την ρώτησε: “Και τι βλέπεις μέσα μου, τι σου φωνάζει η ψυχή μου, που εγώ δεν μπορώ να ακούσω”
“Την μοναξιά σου” του είπε. “Την δίψα σου για Ζωή, τόσα χρόνια κανείς δεν μπόρεσε να αγγίξει την ψυχή σου, να γαληνέψει την ύπαρξη σου. Ούτε οι Θεοί δεν μπορούν να αντέξουν τόση μοναξιά”.
Ο Ερωτας λαβώθηκε, έσκυψε, χαμήλωσε ξαφνικά δεν ήταν τόσο ψηλός, ξαφνικά τα όμορφα μεγάλα γαλανά του μάτια είχαν συννεφιάσει… Μα τότε που λύγισε ήταν που έγινε τόσο Ανθρώπινος για την Ψυχή και η Ψυχή πιά άλλαξε όψη, έγινε η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου για την ματιά του Έρωτα…
“Σε παρακαλώ, σε εκλιπαρώ, χάρισε μου το βλέμμα σου. Νομίζω ότι τόσα χρόνια ήμουν τυφλός και τώρα για πρώτη φορά αντικρίζω την Ψυχή Μου…Ψυχή Μου”
Η Ψυχή που ήταν και ψυχούλα, ένιωσε την Αλήθεια του και του χάρισε την Ζωή της. Και απο μέσα τους γεννήθηκε η πιο όμορφη, η πιο έξυπνη και η πιο ψυχούλα μπέμπα απο όλες, η Αγάπη.
Γιατί παιδάκια μου να ξέρετε, ο έρωτας και η ψυχή μόνοι τους είναι λειψοί…
Μόνο ενωμένοι μπορούν την Αγάπη να μας χαρίσουν.
“Την μοναξιά σου” του είπε. “Την δίψα σου για Ζωή, τόσα χρόνια κανείς δεν μπόρεσε να αγγίξει την ψυχή σου, να γαληνέψει την ύπαρξη σου. Ούτε οι Θεοί δεν μπορούν να αντέξουν τόση μοναξιά”.
Ο Ερωτας λαβώθηκε, έσκυψε, χαμήλωσε ξαφνικά δεν ήταν τόσο ψηλός, ξαφνικά τα όμορφα μεγάλα γαλανά του μάτια είχαν συννεφιάσει… Μα τότε που λύγισε ήταν που έγινε τόσο Ανθρώπινος για την Ψυχή και η Ψυχή πιά άλλαξε όψη, έγινε η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου για την ματιά του Έρωτα…
“Σε παρακαλώ, σε εκλιπαρώ, χάρισε μου το βλέμμα σου. Νομίζω ότι τόσα χρόνια ήμουν τυφλός και τώρα για πρώτη φορά αντικρίζω την Ψυχή Μου…Ψυχή Μου”
Η Ψυχή που ήταν και ψυχούλα, ένιωσε την Αλήθεια του και του χάρισε την Ζωή της. Και απο μέσα τους γεννήθηκε η πιο όμορφη, η πιο έξυπνη και η πιο ψυχούλα μπέμπα απο όλες, η Αγάπη.
Γιατί παιδάκια μου να ξέρετε, ο έρωτας και η ψυχή μόνοι τους είναι λειψοί…
Μόνο ενωμένοι μπορούν την Αγάπη να μας χαρίσουν.