Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019

Η αβάσταχτη λαχτάρα που κρύβει μέσα του ένα «μου λείπεις»

Της Στεύης Τσούτση.

Μου λείπεις.
Όχι, δεν έχεις φύγει μακριά. Δεν είσαι σε άλλη πόλη, χώρα, ήπειρο.
Δεν είσαι καν πολύ μακριά μου. Τουλάχιστον όχι κάπου που να μην μπορώ να σε φτάσω κάνοντας λίγα ή πολλά χιλιόμετρα.
Κι όμως, μου λείπεις.
Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό, παρανοϊκό, ακατανόητο.
Μα είναι η αλήθεια. Η μόνη, λιτή, απέριττη αλήθεια.
Η καθηλωτική για μένα, ακόμη κι αν εσένα σε παραξενεύει.
Μου λείπεις.


Τον έλεγα τρελό τον έρωτα αλλά δεν μπορούσα ποτέ να διανοηθώ πως θα ήταν τόσο πολύ. Τον γνώριζα από περιγραφές και πίστευα στη δύναμη του. Πίστευα στην ισχύ και την παράνοια του.
Πίστευα στα πάντα του.

Δεν ήξερα. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως όλα όσα έλεγαν, όλα όσα μου ψιθύριζαν εμπιστευτικά ως μυστικό ή μου βροντοφώναζαν σα φιρμάνι, ήταν όλα αλήθεια.

Θεότρελος είναι ο έρωτας, μάτια μου.
Σε χτυπά κατάστηθα και σε αφήνει λαβωμένο. Κι εσύ δεν κάνεις τίποτα για να γιατρευτείς. Γιατί απλούστατα δε θέλεις.
Την απολαμβάνεις κάθε σουβλιά αυτού του πόνου, κάθε τράβηγμα του κορμιού, κάθε σκίρτημα, κάθε ανατριχίλα.
Δε θέλεις να γίνεις καλά. Θέλεις να μείνεις παντοτινά λαβωμένος, γιατί μόνο έτσι αποκτά νόημα η ζωή.
Τώρα πια το ξέρω καλά.
Άργησα αλλά το έμαθα…
Μου λείπεις.
Κι ας είναι μόλις χθες που ήσουν κοντά μου. Αιώνες… Έτσι τους μετράω.
Δεν είναι τόσο η ανάγκη του κορμιού μου να είναι κοντά σου. Δεν είναι σαρκικό. Ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτό. Δεν είμαστε, άλλωστε πια έφηβοι να μη μπορούμε να τιθασεύσουμε τις ορμές μας.
Είναι κάτι άλλο. Κάτι που τα ξεπερνά όλα. Που με ξεπερνά…
Είναι η οικειότητα.
Εκείνη που με κατακλύζει σαν είμαι μαζί σου και μου επιβεβαιώνει στιγμή τη στιγμή πως είμαι εκεί που πρέπει να είμαι. 

Και σε έψαχνα καιρό, δε χωρά αμφιβολία.
Νύχτες άυπνες πέρασα αναζητώντας σε. Φορτώθηκα πληγές, μπαγκάζια άλλων και δικά μου.
Λάθη, δάκρυα, απογοητεύσεις και προδοσίες.
Και πόσες διαψεύσεις. Πόσες φορές να λες πως εκείνος που κοιτάς είναι αυτός που θες κι εκείνος να αποδεικνύεται κάτι λιγότερο από λίγος.
Είχα πάψει να περιμένω. Και τότε ήρθες. Κι ήταν το σύμπαν που μου έκλεισε το μάτι. Που με λυπήθηκε για όσα έχω περάσει κι αποφάσισε να μου κάνει δώρο γενεθλίων κι ας μην είχα γενέθλια.

Κι έστειλε εσένα.
Και μαζί με σένα έστειλε κι ένα βάσανο.
Το να πρέπει να αντέξω τις ώρες που δεν είμαι κοντά σου. Που δε σε μυρίζω, δε σε αγγίζω, δε σε βλέπω.


Άπληστη η ανθρώπινη φύση. Αχόρταγη. Κι εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση. Το παραδέχομαι…
Σε χρειάζομαι δίπλα μου. Ολοένα και περισσότερο.
Να μιλάς, να γελάς, να γκρινιάζεις. Να σε ξενυχτάω και να μουρμουρίζεις πως θέλεις να κοιμηθείς. Κι όμως, να μου κάνεις το χατήρι και να μου γελάς λίγο ακόμη.

Να τυλίγεσαι γύρω μου και να μην μπορώ να ανασάνω. Και να λατρεύω τούτη τη δυσφορία, εγώ που δεν αντέχω πάνω μου τίποτα χωρίς να με πνίγει.
Είσαι εδώ. Ξέρω που θα σε βρω. Ξέρω πως θα σε δω.
Κι όμως, πάλι μου λείπεις.
Και κάθε ένα από αυτά τα μου λείπεις κρύβει την αβάσταχτη λαχτάρα μου για σένα. Για κάθε τι δικό σου. Για το γέλιο, τα μάτια, την ψυχή, το μυαλό σου.


Δεν έχω ελπίδες. Το έχω καταλάβει πια.
Αλλά δε με πειράζει ξέρω.
Ας είμαστε καλά κι ας μου λείπεις.
Και θα τη βολεύω σαν τα μωρά, με κάτι να μυρίζει από σένα και μια φωτογραφία. 

Ίσως κι ένα τραγούδι που έδεσα τους στίχους του πάνω σου και δεν μπορώ πια να το ακούω δίχως την εικόνα σου στο κεφάλι μου.
Κι έχει και πανσέληνο απόψε…
Ελπίδα καμιά…


Πηγή
https://www.diaforetiko.gr


Πηγή
https://www.anapnoes.gr