Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Κάποτε ήμασταν παιδιά

Γράφει ο Nick Pastellas

Κάποτε όλοι ήμασταν παιδιά. 
Με την αθώα μας καρδιά στο νου μας είχαμε το παιχνίδι και αυτό μας αρκούσε. Θυμάμαι πηγαίναμε μοναχοί μας σχολείο, μας εμπιστευόντουσαν οι δικοί μας και ας ήμασταν μια σταλιά. Ξεκινούσε η καινούρια χρονιά και εμείς με περσινά παπούτσια κρυβόμασταν σε καμιά γωνιά για να μη μας κοροϊδέψουν γονείς, παιδιά, συμμαθητές. Βλέπεις όλοι ερχόντουσαν με καινούρια παπούτσια, ρούχα, σχολικές τσάντες που γινόντουσαν αντικείμενο προσοχής με επιφωνήματα θαυμασμού. Εμείς δεν είχαμε, γιατί ; Γιατί για εμάς αργούσε να ξημερώσει.

Δεν είχαμε όλες αυτές τις κασετίνες ρομπότ που τότε έκαναν θραύση, τα είχαμε όλα χύμα στη τσάντα πεταμένα, μαζί με την αξιοπρέπεια μας και το επικριτικό βλέμμα της δασκάλας, αυτό που σε κάνει να κατεβάζεις τα ματάκια σου χαμηλά, αυτό που σου φέρνει δάκρυα μα σε κάνει δυνατό, πιο δυνατό από όσο φαντάζεσαι.


Εμείς δεν είχαμε λεφτά για ακριβές μπάλες ποδοσφαίρου, παίζαμε με κουτάκια της κοκα κόλα πατημένα, αρκεί να παίζαμε. Όταν μας αγόρασαν επιτέλους μπάλα βάλαμε το πρώτο μας γκολ και χαρήκαμε, κάναμε σαν τρελοί, λες και νικήσαμε το πρώτο βραβείο, και ας παίζαμε με σκισμένα παπούτσια, και ας μας κορόιδευαν τα άλλα παιδάκια, και ας μας έβλεπαν οι γονείς τους σαν παρακατιανούς, έτσι ήμασταν εμείς, παιδιά ενός κατώτερου θεού.

Και σαν πηγαίναμε εκδρομή δεν είχαμε λεφτά για χυμούς και κολατσιό, πίναμε από τις βρύσες και θάβαμε τη πείνα μας μαζί με τα όνειρα μας, κλαίγαμε πίσω από τα γήπεδα σε μια καβάτζα, σκουπίζαμε τα δάκρυα μας και επιστρέφαμε για να παίξουμε μπάλα, εκεί όλοι ήμαστε ισάξιοι, παίζαμε όλοι για τη νίκη και όσο ακριβά παπούτσια και να φοράς πάντα το πάθος θα νικά την επιφάνεια.

Εμείς δεν είχαμε ακριβά ποδήλατα με ταχύτητες, είχαμε ένα παλιό ποδήλατο που πρώτα έπρεπε να φτιάξουμε με τα ίδια μας τα χέρια για να το καβαλήσουμε, να στρώσουμε την αλυσίδα, να το τρίψουμε για να βγει η σκουριά, να το βερνικώσουμε, να το βάψουμε και να κολλήσουμε αυτοκόλλητα για να καλύψουμε τα χρόνια που κουβαλούσε. Τότε που κάναμε αγώνες ταχύτητας και κάναμε πετάλι σαν να μην υπάρχει αύριο, να φτάσουμε τα ποδήλατα με τις ταχύτητες, να μην βγούμε τελευταίοι, να παλέψουμε με όλη μας τη δύναμη για τη νίκη, με μια ανάσα, με μια σκέψη.

Ήμασταν εμείς οι ίδιοι, αυτοί που έψαχναν του φίλους τους στα σταθερά τηλέφωνα και οι γονείς μας το έκλειναν στα μούτρα, δεν ήθελαν τα παιδιά τους να κάνουνε παρέα με εμάς, ήμασταν περιθωριακοί, ήμασταν παιδάκια με μια μικρή ψυχούλα και κάθε μέρα αντιμετωπίζαμε την άρνηση. Όταν το λέγαμε στους γονείς μας, μας μάλωναν και μας έστελναν στο δωμάτιο και όταν μας μιλούσαν μας έλεγαν να μη δίνουμε σημασία, λόγια πιο μεγάλα από τα στόματα που βγαίνουν πληγώνουνε συνήθως και ύστερα πεθαίνουν, τότε δεν καταλαβαίναμε μα τώρα ξέρουμε, μάθαμε.

Και τα χρόνια πέρασαν και ο πρώτος έγινε τελευταίος και ο τελευταίος πρώτος. Τι γρήγορα που αλλάζουν οι καιροί, γίναμε δάσκαλοι των δασκάλων μας και μονόφθαλμοι στους τυφλούς. Δεν λησμονήσαμε την όψη του πατέρα μας, καμιά δυσκολία δεν μας λύγισε τότε και καμιά δεν θα μας λυγίσει τώρα, σαν περάσει η μπόρα, ο ήλιος θα γιατρέψει τη ψυχή ενός μικρού παιδιού και ο πόνος θα γίνει δύναμη και τα δάκρυα θα γίνουν θέληση. Κοιτάω τη κασετίνα μου και εκείνα τα παλιά, σκισμένα παπούτσια, τα έχω κρατήσει για να μου θυμίζουν πως είμαι ταπεινός, πως δεν ξεχνώ όσα χρόνια και αν περάσουν. Πως οι δυσκολίες έρχονται και φεύγουν μα πάντα εμείς μένουμε στο τέλος.

Πηγή
http://metaximas.org