Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Άνοιξε τα φτερά σου, πέτα παιδί μου!

Στο ηλιόλουστο λιβάδι είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Η φύση είχε φορέσει τα γιορτινά της. Τα λουλούδια ήταν ανθισμένα, το γρασίδι ολόφρεσκο και μοσχομυριστό. Τα πουλιά κελαηδούσαν χαρούμενα, οι μέλισσες χόρευαν εκστασιασμένες, και δω και κει μερικά άλογα και αγελάδες γευμάτιζαν με ευχαρίστηση τους εκλεκτούς καρπούς της γης.
Το σώμα του σεβάσμιου γέρου της Φυλής, καταλάμβανε έναν πολύ μικρό χώρο του γρασιδιού.
Είχε ζητήσει να τον ξαπλώσουν εκεί, στην αγκαλιά της φύσης, όσο περίμενε ήρεμα τον θάνατό του. Στα πρόσωπα των Ινδιάνων που ήταν γύρω του, δεν διακρινόταν κάποια στεναχώρια. Αντιθέτως ήταν ήρεμα. Απόλυτα γαλήνια, θα έλεγε κανείς. 


Ανάμεσά τους βρισκόταν ένα αγόρι. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, ήταν εμφανώς λυπημένο. Στα μάγουλά του κυλούσαν δύο δάκρυα και την ίδια στιγμή έπλεκε μεταξύ τους τα δάχτυλα των χεριών του αμήχανα, μιας και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει μία στιγμή σαν και αυτή.


 Ο γέρος, το φώναξε κοντά του.
-Κλαις παιδί μου; Σήμερα είναι μέρα γιορτής! Ήρθε η ώρα να αφήσω αυτό το φθαρτό σώμα και να ενωθώ με τα πνεύματα των προγόνων μας. Το σχολείο της ζωής τελείωσε για μένα. Τώρα θα συναντήσω το Μεγάλο Πνεύμα και θα του πω τί έμαθα σε αυτόν τον κόσμο.

-Μα Δάσκαλε! Είσαι τόσο πολύτιμος για μένα.
-Μη με λες Δάσκαλο, αγόρι μου. Δάσκαλος είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Εγώ απλά προσπάθησα να σε φέρω σε επαφή μαζί του. Μόνο αυτός μπορεί να σε διδάξει πραγματικά και μόνο εσύ μπορείς να τον ακροαστείς και να μάθεις από αυτόν.

-Φοβάμαι.
-Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Σε σένα διέκρινα αγνότητα, ηρεμία, δίψα για μάθηση, εξυπνάδα, ανιδιοτέλεια και δύναμη ψυχής. Γι αυτό σε ξεχώρισα και θέλησα να σε καθοδηγήσω. Αν κρατήσεις στο μυαλό σου αυτά που έχουμε πει όλον αυτόν τον καιρό και μάθεις να ακούς την εσωτερική σου φωνή με νηφαλιότητα και πνευματική καθαρότητα, τότε θα γελάσεις με τον φόβο σου και κάθε άλλο αρνητικό συναίσθημα που έχεις.

Η φωνή του ηλικιωμένου είχε αρχίσει να γίνεται αδύναμη. Τα χέρια του έτρεμαν και ανέπνεε ολοένα και πιο δύσκολα. Το αγόρι κατάλαβε ότι ερχόταν η στιγμή που τόσο απευχόταν. Ένωσε τα χέρια του με αυτά του Δασκάλου του, του τα σήκωσε και τα φίλησε.
-Αγόρι μου νιώθω ότι η ψυχή μου είναι έτοιμη να ταξιδέψει. 


Άκου προσεκτικά τι έχω να σου πω.
Ας είναι τα λόγια μου αυτά, συνοδοιπόροι σου σε όλη σου τη ζωή.


Να ζεις με απλότητα.

Να είσαι αγαθός.

Να δίνεις απλόχερα, με χαρά και να μην περιμένεις ανταπόδοση.

Να είσαι δίκαιος, ακόμα και αν βλάπτονται τα συμφέροντά σου.

Να φροντίζεις το σπίτι σου. Το σπίτι σου είναι όλο αυτό που βλέπεις 
τριγύρω μας με τα μάτια σου και ακούς με την καρδιά σου.

Να αγαπάς και να σέβεσαι τους γονείς σου. Εκείνοι είναι η αιτία που ήρθες σε αυτόν τον κόσμο για να μάθεις.

Η αγάπη να είναι οδηγός σου σε ό,τι κάνεις.

Να μιλάς λίγο και να ακούς πολύ.

Να σέβεσαι τη ζωή των άλλων πλασμάτων και να μην την αφαιρείς, παρά μόνο αν έχεις σοβαρό θέμα επιβίωσης.

Μην σπαταλάς τον χρόνο σου. Ο χρόνος είναι πολύτιμος. Αξιοποίησέ τον για να μάθεις.

Να απολαμβάνεις την κάθε στιγμή στη ζωή σου. Η κάθε στιγμή που ζεις, 
είναι μοναδική και ξεχωριστή. Δεν πρόκειται να υπάρξει ξανά.

Έχε τα μάτια σου ανοιχτά. Κάθε τι που βιώνουμε, είναι και ένα μάθημα. Μάθε να το διακρίνεις.

Φρόντισε να έχεις πάντα καθαρά το σώμα σου και την ψυχή σου.

Άνοιξε τα φτερά σου! Πέτα παιδί μου! Πέτα ψηλά!

Ένα ελαφρύ αεράκι εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή από το πουθενά και χάιδεψε τρυφερά τα γκρίζα μαλλιά του γέρου.

Το μεγάλο ταξίδι και των δύο, είχε μόλις ξεκινήσει…