Κάθε που βραδιάζει οι μνήμες είναι οι κατ’ εξοχήν κυρίαρχες παρουσίες στο χώρο. Τους αρέσει να τριγυρίζουν και να ξύνουν πληγές. Ή να απαλύνουν χτυπήματα. Τους αρέσει να φέρνουν μαζί τους ό,τι απομεινάρι παρελθόντος έχει μείνει ξεχασμένο, ό,τι απομεινάρι ανθρώπινο έχει καταχωνιαστεί. Τους αρέσει να φέρνουν μαζί και μυρωδιές για ν’ αναπνέεις και να γεμίζει η ψυχή σου αίσθημα. Να γλυκαίνουν την ατμόσφαιρα με τη νοσταλγία τους και να σε ρίχνουν μες τη λήθη τους. Εκείνη την παρελθοντική. Εκείνη που κάποτε είχες την τύχη να βιώνεις καθημερινά και να παίρνεις τζούρες από τη μυρωδιά των πιο σημαντικών σου.
Οπότε μάλλον, ας διορθώσω.
Κάθε που βραδιάζει οι μυρωδιές είναι οι κατ’ εξοχήν κυρίαρχες παρουσίες στο χώρο. Ποτίζουν ρούχα, σεντόνια και μυαλά και δηλώνουν παρουσία εκεί που θα σου ‘πρεπε να δηλώνουν απουσία. Και θα σου ‘πρεπε γιατί έτσι έχεις πειστεί. Να διαγράφεις παρελθόν και να κάνεις χώρο για παρόν και μέλλον. Για καινούριες μυρωδιές για καινούριες νοσταλγίες.
Όμως τι να το κάνεις αν όταν μυρίζεις σαπούνι δε σκέφτεσαι «μαμά», αν όταν μυρίζεις θάλασσα δε σκέφτεσαι «έρωτας», αν όταν παίρνεις βαθιές ανάσες καθαρού αέρα δε σκέφτεσαι «ελευθερία»; Οι μυρωδιές μας είναι οι κωδικοί που βάζουμε στις αναμνήσεις μας.
Οπότε μάλλον, ας διορθώσω.
Κάθε που βραδιάζει οι μυρωδιές είναι οι κατ’ εξοχήν κυρίαρχες παρουσίες στο χώρο. Ποτίζουν ρούχα, σεντόνια και μυαλά και δηλώνουν παρουσία εκεί που θα σου ‘πρεπε να δηλώνουν απουσία. Και θα σου ‘πρεπε γιατί έτσι έχεις πειστεί. Να διαγράφεις παρελθόν και να κάνεις χώρο για παρόν και μέλλον. Για καινούριες μυρωδιές για καινούριες νοσταλγίες.
Όμως τι να το κάνεις αν όταν μυρίζεις σαπούνι δε σκέφτεσαι «μαμά», αν όταν μυρίζεις θάλασσα δε σκέφτεσαι «έρωτας», αν όταν παίρνεις βαθιές ανάσες καθαρού αέρα δε σκέφτεσαι «ελευθερία»; Οι μυρωδιές μας είναι οι κωδικοί που βάζουμε στις αναμνήσεις μας.
Φτιάχνουμε θυρίδες περασμένων σκηνικών, υψώνουμε τα συναισθηματικά μας τείχη γύρω-γύρω και τα κλειδώνουμε με τις πιο ζωντανές μας μνήμες. Εκείνες που φωνάζουν «μαμά» και «έρωτα» και «ελευθερία».
Είναι πολύτιμες οι μυρωδιές. Αναγκάζουν το μυαλό να ανακαλέσει αίσθημα και χρώμα από τότε που μπορείς να θυμηθείς τον εαυτό σου. Σε αναγκάζουν να θυμηθείς γεγονότα και ανθρώπους. Ανθρώπους κυρίως. Εκείνους τους ανθρώπους της ζωής σου. Εκείνους που πέρασαν και χάθηκαν, εκείνους που συνεχίζουν να γεμίζουν το παρόν σου με τη μυρωδιά τους. Εκείνους που θα σκότωνες να συνεχίσουν να γεμίζουν και το μέλλον σου.
Κάθε που βραδιάζει ξέρεις ότι οι μυρωδιές δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Δε φεύγουν μαζί μ’ εκείνους που τις κουβαλάνε. Στις ψυχές μας μένουν. Θρονιάζονται εκεί μέσα και δεν ξεκουνάνε. Κι αν τύχει και ξεχαστούν για λίγο, κάποιος θα υπάρξει μες το πλήθος να μας τις θυμίσει. Κάποιος θα υπάρξει να τις φέρει πάλι στο προσκήνιο. Μπορεί να μην είναι ακριβή αντίγραφα –είναι μοναδικές οι μυρωδιές εξάλλου– όμως τουλάχιστον θα είναι ό,τι πιο κοντινό των μακρινών μας.
Και κακά τα ψέματα, κάθε που βραδιάζει, μέσα σ’ αυτό το παραλήρημα αρωμάτων, πάντα υπάρχει ένα άρωμα, μια μυρωδιά που είναι απ’ όλες η πιο αγαπημένη. Εκείνη τη μυρωδιά επιδιώκουμε να ανακαλούμε. Εκείνη θέλουμε κυρίαρχη, εκείνη είναι που ξυπνάει τα μέσα μας. Είχαμε μάθει, βλέπεις, να ανασαίνουμε από ‘κείνη. Είχαμε συνηθίσει τόσο στο «εδώ» της που δεν τη μυρίζαμε πια. Κι όταν εκείνο το «εδώ» έγινε «αλλού», ήμασταν εμείς οι πλεονέκτες που μες τις τόσες μυρωδιές ξεχάσαμε εκείνη τη μία την αγαπημένη μας.
Αλλά θα ξανάρθει. Η μυρωδιά, όχι ο άνθρωπος. Αυτός το ‘χει σε κακό να φύγει και να ‘ρθει πάλι. Η μυρωδιά του όμως θα φανεί με άλλο πρόσωπο. Θα ‘ρθει να σπρώξει πίσω την παλιά και να γίνει αυτή η νέα σημαντική μας. Και τότε θα έχουμε εκείνη να θυμόμαστε τα βράδια. Να τη μυρίζουμε παντού, μέχρι να τη συνηθίσουμε κι αυτή. Μέχρι κι εκείνης το «εδώ» να γίνει «αλλού».
Είναι δύσκολο να επιλέξεις τι θες να ανακαλέσεις. Το μυαλό μας κάνει συνήθως ό,τι γουστάρει. Δε ρωτάει πριν φέρει θύμησες και λόγια, ούτε προειδοποιεί για ενδεχόμενες καταστροφές. Και κυρίως δε ρωτάει πριν φέρει μυρωδιές. Εξάλλου δεν είναι στη δική του δικαιοδοσία να τις κουμαντάρει. Δεν κουμαντάρονται αυτές. Έρχονται και φεύγουν όποτε θέλουν, μένουν για όσο θέλουν, καταστρέφουν για όσο θέλουν.
Ή έτσι νομίζουν. Γιατί κάθε που βραδιάζει, ξέρεις ότι όλα θα τα θυμάσαι. Όλα θα τα προκαλείς, όλα θα τα σκέφτεσαι. Γιατί κάθε που βραδιάζει, ξέρεις ότι οι μυρωδιές δεν έχουν ημερομηνία λήξης.
Επιμέλεια Κειμένου Μαριάννας Συμεωνίδη: Σοφία Καλπαζίδου
Συντάκτης: Μαριάννα Συμεωνίδη
Είναι πολύτιμες οι μυρωδιές. Αναγκάζουν το μυαλό να ανακαλέσει αίσθημα και χρώμα από τότε που μπορείς να θυμηθείς τον εαυτό σου. Σε αναγκάζουν να θυμηθείς γεγονότα και ανθρώπους. Ανθρώπους κυρίως. Εκείνους τους ανθρώπους της ζωής σου. Εκείνους που πέρασαν και χάθηκαν, εκείνους που συνεχίζουν να γεμίζουν το παρόν σου με τη μυρωδιά τους. Εκείνους που θα σκότωνες να συνεχίσουν να γεμίζουν και το μέλλον σου.
Κάθε που βραδιάζει ξέρεις ότι οι μυρωδιές δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Δε φεύγουν μαζί μ’ εκείνους που τις κουβαλάνε. Στις ψυχές μας μένουν. Θρονιάζονται εκεί μέσα και δεν ξεκουνάνε. Κι αν τύχει και ξεχαστούν για λίγο, κάποιος θα υπάρξει μες το πλήθος να μας τις θυμίσει. Κάποιος θα υπάρξει να τις φέρει πάλι στο προσκήνιο. Μπορεί να μην είναι ακριβή αντίγραφα –είναι μοναδικές οι μυρωδιές εξάλλου– όμως τουλάχιστον θα είναι ό,τι πιο κοντινό των μακρινών μας.
Και κακά τα ψέματα, κάθε που βραδιάζει, μέσα σ’ αυτό το παραλήρημα αρωμάτων, πάντα υπάρχει ένα άρωμα, μια μυρωδιά που είναι απ’ όλες η πιο αγαπημένη. Εκείνη τη μυρωδιά επιδιώκουμε να ανακαλούμε. Εκείνη θέλουμε κυρίαρχη, εκείνη είναι που ξυπνάει τα μέσα μας. Είχαμε μάθει, βλέπεις, να ανασαίνουμε από ‘κείνη. Είχαμε συνηθίσει τόσο στο «εδώ» της που δεν τη μυρίζαμε πια. Κι όταν εκείνο το «εδώ» έγινε «αλλού», ήμασταν εμείς οι πλεονέκτες που μες τις τόσες μυρωδιές ξεχάσαμε εκείνη τη μία την αγαπημένη μας.
Αλλά θα ξανάρθει. Η μυρωδιά, όχι ο άνθρωπος. Αυτός το ‘χει σε κακό να φύγει και να ‘ρθει πάλι. Η μυρωδιά του όμως θα φανεί με άλλο πρόσωπο. Θα ‘ρθει να σπρώξει πίσω την παλιά και να γίνει αυτή η νέα σημαντική μας. Και τότε θα έχουμε εκείνη να θυμόμαστε τα βράδια. Να τη μυρίζουμε παντού, μέχρι να τη συνηθίσουμε κι αυτή. Μέχρι κι εκείνης το «εδώ» να γίνει «αλλού».
Είναι δύσκολο να επιλέξεις τι θες να ανακαλέσεις. Το μυαλό μας κάνει συνήθως ό,τι γουστάρει. Δε ρωτάει πριν φέρει θύμησες και λόγια, ούτε προειδοποιεί για ενδεχόμενες καταστροφές. Και κυρίως δε ρωτάει πριν φέρει μυρωδιές. Εξάλλου δεν είναι στη δική του δικαιοδοσία να τις κουμαντάρει. Δεν κουμαντάρονται αυτές. Έρχονται και φεύγουν όποτε θέλουν, μένουν για όσο θέλουν, καταστρέφουν για όσο θέλουν.
Ή έτσι νομίζουν. Γιατί κάθε που βραδιάζει, ξέρεις ότι όλα θα τα θυμάσαι. Όλα θα τα προκαλείς, όλα θα τα σκέφτεσαι. Γιατί κάθε που βραδιάζει, ξέρεις ότι οι μυρωδιές δεν έχουν ημερομηνία λήξης.
Επιμέλεια Κειμένου Μαριάννας Συμεωνίδη: Σοφία Καλπαζίδου
Συντάκτης: Μαριάννα Συμεωνίδη