Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Όταν βρίσκεις ανθρώπους γνήσιους κι αληθινούς, καταλαβαίνεις

Γράφει η Κατερίνα Καλή

Συζητήσεις γι’ ανθρώπους έχουμε κάνει όλοι και πολλές μάλιστα. Μου έλεγαν, λοιπόν, από πιτσιρίκι να μη δίνω πολλά-πολλά. Να κρατάω πράγματα για μένα και να μην κυνηγάω κανέναν στη ζωή μου. Όποιος θέλει να μείνει, μένει και δεν υπάρχει λόγος να ταλαιπωρείσαι και να αναλώνεσαι σε ανθρώπους που δεν αξίζουν.

«Κοντά σου να κρατάς ανθρώπους μετρημένους στη χούφτα σου. Τους υπόλοιπους δεν μπορείς ούτε να τους ελέγξεις, αλλά ούτε και να τους διαχειριστείς. Και στην τελική, τι να τους κάνεις; Δεν τους χρειάζεσαι στη ζωή σου». Θυμάμαι αυτές τις φράσεις να τριγυρίζουν στο μυαλό μου από τις πρώτες μου μνήμες.

Άκουγα και σκεφτόμουν πώς είναι δυνατόν να νιώσεις επάρκεια στον περίγυρό σου με λίγους ανθρώπους. Κι εξηγώ για να μην παρεξηγηθούμε. Κάθε άνθρωπος σου συμπληρώνει και διαφορετική ανάγκη. Σαν όντα λοιπόν πολύπλοκα, με πολλές και διαφορετικές ανάγκες, χρειαζόμαστε πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους για να καλύπτουν πολλές και διαφορετικές ανάγκες. Υποθετικά πάντα. Γιατί στην πράξη διαφέρει εντελώς. Όντως δε χρειάζεσαι πολλούς ανθρώπους για να καλύπτουν τις ανάγκες σου.

Δεν είμαι σίγουρη αν χρειάστηκαν πολλές καταστάσεις για να με κάνουν να το επιβεβαιώσω. Μάλλον ελάχιστες στιγμές ήταν. Ευχάριστες και δυσάρεστες. Εν τέλει, όσους κράτησα δίπλα μου, τους επέλεξα με κριτήρια αυστηρά κι ίσως λίγο άδικα για πολλούς.

Άνθρωποι που με καταλαβαίνουν απ’ τα μάτια ή τη φωνή μου. Άνθρωποι που ολοκληρώνουν τις φράσεις μου, λένε αυτό που θέλω να πω πριν τους προλάβω.

Άνθρωποι που με δέχτηκαν γι’ αυτό που είμαι. Για όλα τα καλά που κρύβω μέσα μου, για τη δοτικότητά μου, την αγάπη μου και τα πιο ειλικρινή μου χαμόγελα. Κυρίως, όμως, για όλα μου τα άσχημα. Κράτησα δίπλα μου ανθρώπους που αντέχουν την γκρίνια μου, τα βγάζουν πέρα με τις ανασφάλειές μου, την κλάψα και το δράμα μου. Που αντέχουν τις ιδιαιτερότητές μου και δεν κωλώνουν όταν με βλέπουν σε έξαλλη κατάσταση χωρίς εμφανή λόγο.

Άνθρωποι που μου τη λένε όταν κάνω λάθος και δε μου χαϊδεύουν τ’ αυτιά. Μου λένε την αλήθεια τους τόσο ανοιχτά που καμιά φορά πληγώνει. Και τι πειράζει; 

Οι φίλοι δεν είναι για να σου χρυσώνουν το χάπι. Είναι εκεί για να σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο. Με όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας. Γιατί αν οι άνθρωποι δίπλα σου δε σε βοηθούν να εξελιχθείς, να πας ένα βήμα παραπάνω, ποιος ο λόγος να τους κρατάς στη ζωή σου; Ποιος ο λόγος να επιμένεις σε κάτι που χτυπά αδιέξοδο;

Όταν, λοιπόν, βρίσκεις τέτοιους ανθρώπους, γνήσιους κι αληθινούς, καταλαβαίνεις πόσο λίγοι είναι όλοι οι άλλοι. Πόσο ανεπαρκείς κι ακατάλληλοι είναι. Κάπως έτσι μαθαίνεις, ίσως και να συνειδητοποιείς κάπως ασυναίσθητα πως δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να κυνηγάς άτομα στη ζωή σου που σε στριμώχνουν στη δική τους. Και γιατί να το κάνεις άλλωστε;


Κανένα όφελος δεν έχεις να τρέχεις πίσω από κάποιους, χωρίς να κερδίζεις τίποτα πίσω. Όσο εγωιστικό κι αν ακούγεται. Γιατί είναι ψυχοφθόρο ν’ αναζητάς κάτι που ποτέ δεν πρόκειται να βρεις. Κι όχι γιατί δεν υπάρχει εκεί έξω, απλά και μόνο γιατί δεν μπορούν να σου το δώσουν όλοι. 

Λίγοι και καλοί, μάτια μου. Λίγοι και καλοί!