Είναι πάντα διαφορετικές, είναι πάντα στην επιφάνεια κι έχουν την ωραιότερη θύμηση. Σε κάθε ερέθισμα θα τις συναντάς, σε εκείνο το αεράκι, στο περαστικό χαμόγελο και στον ήλιο που θα σε μαγεύει γλυκά. Είναι στιγμές έντονες, διαφορετικές μα προπαντός είναι ανεξίτηλες εκείνες οι αλλιώτικες εικόνες που έζησες μακριά απ’ την ασφάλεια και τη συνήθεια, για να βρίσκονται πια κάθε φορά συνοδοιπόροι στην καθημερινότητα σου.
Εκείνες οι στιγμές δε θέλουν κόπο, σχέδια και προγραμματισμό μηνών ή χρόνων. Μία στιγμή αρκεί, μαζί με τον αυθορμητισμό της και λίγη φαντασία, ίσως και λίγη διαύγεια που θα ξεχωρίσει τι στιγμιαίο αξίζει να γίνει μόνιμο. Και κάπως έτσι, απ’ το πουθενά θα δημιουργηθεί ένα αξέχαστο βράδυ με μπόλικη ψυχική ηρεμία σε έναν διθέσιο καναπέ. Θα χρειαστούν ίσως μονάχα μερικά δευτερόλεπτα για να πάρεις έναν σάκο πλάτης και να φύγεις ένα ταξίδι χωρίς σαφή προορισμό ή απλά να πάρεις τα κλειδιά και να ανοίξεις την πόρτα, χωρίς να κοιτάξεις ρολόι, για μια βόλτα εκεί που δε δεσπόζουν τα «πρέπει» κι οι υποχρεώσεις που επιβάλλεται να διευθετηθούν.
Δε θέλει πολύ το μυαλό για να επαναστατήσει, να πάει κόντρα στο κατεστημένο και να πει ένα θαρραλέο «όχι» σε όλα αυτά που επαναλαμβάνονται καθημερινά. Σε όλα αυτά που είναι μεν η ζωή μας αλλά ταυτόχρονα κι ο αργός θάνατός μας, μέχρι να ‘ρθει κάποτε η στιγμή που θα αναφωνήσουμε αναστενάζοντας «βρε, πώς πέρασαν τα χρόνια». Μέσα σ’ όλα αυτά που έγιναν η ρουτίνα σου και δίνουν σταθερά ρυθμό στην καθημερινότητά του, μέχρι να ξημερώσει η επόμενη και να τελειώσει πάλι, εσύ παλεύεις να επιβιώσεις αλλά ξεχνάς πως χρειάζεται να ζεις.
Χάνεις εκείνο το θρόισμα απ’ τα φύλλα δίπλα σε εκείνο το παγκάκι που βλέπει τη θάλασσα, δε θυμάσαι πως η όσφρηση έχει άλλη αίσθηση στην εξοχή και πως τα βράδια ο ουρανός είναι πάντα λαμπερός. Χάνεις και χάνονται όλα αυτά σε εκείνη τη ρομποτική ζωή που θέλησες να ζήσεις. Όλα ελεγχόμενα, προβλεπόμενα και προγραμματισμένα, μια ρουτίνα χωρίς καμία ζωντάνια, έκπληξη κι ανατροπή, όλα ασπρόμαυρα κι άχρωμα.
Είναι, όμως, ευτυχώς κι εκείνο το πρωινό, που ξαφνικά ένα τηλέφωνο έγινε η αφορμή να βρεθείς στην ακρογιαλιά. Είναι εκείνη η όμορφη μέρα, που σε βρήκε έξω απ’ τα νερά σου, η διαφορετική απ’ τις υπόλοιπες. Είναι τα έντονα συναισθήματα, τα μη οικεία, που κατέβασαν τον διακόπτη στην ασφαλή αδράνειά σου, ακόμα κι εκείνη η παύση που σε κράτησε μακριά απ’ την εικονική ζωή και σ’ επανέφερε στην πραγματικότητα. Εκείνες οι φορές που σταμάτησε ο χρόνος να κυλάει, σταμάτησες κι εσύ να αναρωτιέσαι τι ώρα είναι και τι πρέπει να κάνεις στη συνέχεια.
Η ομορφότερη συντροφιά, εκείνος ο άνθρωπος που θέλησε να μοιραστεί το απρόβλεπτο μαζί σου. Κι ίσως να ‘ναι ο έρωτας ή ο εαυτός σου. Σωστός σωτήρας, το χαμόγελό σου επιβραβεύει την ιδέα του! Έχουν άλλο χρώμα αυτές οι ώρες και τα λεπτά που διανύεις έξω απ’ το προκαθορισμένο. Μια διαφορετική ερμηνεία, κάτι ριψοκίνδυνο ή απλώς ασυνήθιστο που το βίωσες με την ψυχή σου. Κάτι που χαράχτηκε μέσα σου, μια αφορμή που θα τη θυμάσαι κάθε φορά, όταν το διάλειμμα θα πάψει και θα χρειαστεί να επιστρέψεις στα οικεία μοτίβα.
Ήταν κάτι διαφορετικό, ίσως απλό, σίγουρα ασυνήθιστο που τελικά επιβεβαίωσε πως τα ομορφότερα δώρα έρχονται χωρίς προγραμματισμό. Χωρίς να το έχει σκεφτεί κάποιος, μέρες πριν. Δεν επιβλήθηκε, δεν ήταν απαραίτητο να γίνει κι ήσουν εκεί ολοκληρωτικά. Αυτές είναι οι στιγμές που παραμένουν στην επιφάνεια του μυαλού σου. Είναι αυτές που είχαν ένα χτυποκάρδι και μια παράλληλη γαλήνη, που η πίεση και το άγχος της ρουτίνας δεν υπήρχαν. Πάντα αυτές θα νοσταλγείς και κρυφά θα περιμένεις αιφνίδια να ‘ρθουν για να σε καταπλήξουν. Κι ιδανικά να ‘ρθουν για να μείνουν!
Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη
Εκείνες οι στιγμές δε θέλουν κόπο, σχέδια και προγραμματισμό μηνών ή χρόνων. Μία στιγμή αρκεί, μαζί με τον αυθορμητισμό της και λίγη φαντασία, ίσως και λίγη διαύγεια που θα ξεχωρίσει τι στιγμιαίο αξίζει να γίνει μόνιμο. Και κάπως έτσι, απ’ το πουθενά θα δημιουργηθεί ένα αξέχαστο βράδυ με μπόλικη ψυχική ηρεμία σε έναν διθέσιο καναπέ. Θα χρειαστούν ίσως μονάχα μερικά δευτερόλεπτα για να πάρεις έναν σάκο πλάτης και να φύγεις ένα ταξίδι χωρίς σαφή προορισμό ή απλά να πάρεις τα κλειδιά και να ανοίξεις την πόρτα, χωρίς να κοιτάξεις ρολόι, για μια βόλτα εκεί που δε δεσπόζουν τα «πρέπει» κι οι υποχρεώσεις που επιβάλλεται να διευθετηθούν.
Δε θέλει πολύ το μυαλό για να επαναστατήσει, να πάει κόντρα στο κατεστημένο και να πει ένα θαρραλέο «όχι» σε όλα αυτά που επαναλαμβάνονται καθημερινά. Σε όλα αυτά που είναι μεν η ζωή μας αλλά ταυτόχρονα κι ο αργός θάνατός μας, μέχρι να ‘ρθει κάποτε η στιγμή που θα αναφωνήσουμε αναστενάζοντας «βρε, πώς πέρασαν τα χρόνια». Μέσα σ’ όλα αυτά που έγιναν η ρουτίνα σου και δίνουν σταθερά ρυθμό στην καθημερινότητά του, μέχρι να ξημερώσει η επόμενη και να τελειώσει πάλι, εσύ παλεύεις να επιβιώσεις αλλά ξεχνάς πως χρειάζεται να ζεις.
Χάνεις εκείνο το θρόισμα απ’ τα φύλλα δίπλα σε εκείνο το παγκάκι που βλέπει τη θάλασσα, δε θυμάσαι πως η όσφρηση έχει άλλη αίσθηση στην εξοχή και πως τα βράδια ο ουρανός είναι πάντα λαμπερός. Χάνεις και χάνονται όλα αυτά σε εκείνη τη ρομποτική ζωή που θέλησες να ζήσεις. Όλα ελεγχόμενα, προβλεπόμενα και προγραμματισμένα, μια ρουτίνα χωρίς καμία ζωντάνια, έκπληξη κι ανατροπή, όλα ασπρόμαυρα κι άχρωμα.
Είναι, όμως, ευτυχώς κι εκείνο το πρωινό, που ξαφνικά ένα τηλέφωνο έγινε η αφορμή να βρεθείς στην ακρογιαλιά. Είναι εκείνη η όμορφη μέρα, που σε βρήκε έξω απ’ τα νερά σου, η διαφορετική απ’ τις υπόλοιπες. Είναι τα έντονα συναισθήματα, τα μη οικεία, που κατέβασαν τον διακόπτη στην ασφαλή αδράνειά σου, ακόμα κι εκείνη η παύση που σε κράτησε μακριά απ’ την εικονική ζωή και σ’ επανέφερε στην πραγματικότητα. Εκείνες οι φορές που σταμάτησε ο χρόνος να κυλάει, σταμάτησες κι εσύ να αναρωτιέσαι τι ώρα είναι και τι πρέπει να κάνεις στη συνέχεια.
Η ομορφότερη συντροφιά, εκείνος ο άνθρωπος που θέλησε να μοιραστεί το απρόβλεπτο μαζί σου. Κι ίσως να ‘ναι ο έρωτας ή ο εαυτός σου. Σωστός σωτήρας, το χαμόγελό σου επιβραβεύει την ιδέα του! Έχουν άλλο χρώμα αυτές οι ώρες και τα λεπτά που διανύεις έξω απ’ το προκαθορισμένο. Μια διαφορετική ερμηνεία, κάτι ριψοκίνδυνο ή απλώς ασυνήθιστο που το βίωσες με την ψυχή σου. Κάτι που χαράχτηκε μέσα σου, μια αφορμή που θα τη θυμάσαι κάθε φορά, όταν το διάλειμμα θα πάψει και θα χρειαστεί να επιστρέψεις στα οικεία μοτίβα.
Ήταν κάτι διαφορετικό, ίσως απλό, σίγουρα ασυνήθιστο που τελικά επιβεβαίωσε πως τα ομορφότερα δώρα έρχονται χωρίς προγραμματισμό. Χωρίς να το έχει σκεφτεί κάποιος, μέρες πριν. Δεν επιβλήθηκε, δεν ήταν απαραίτητο να γίνει κι ήσουν εκεί ολοκληρωτικά. Αυτές είναι οι στιγμές που παραμένουν στην επιφάνεια του μυαλού σου. Είναι αυτές που είχαν ένα χτυποκάρδι και μια παράλληλη γαλήνη, που η πίεση και το άγχος της ρουτίνας δεν υπήρχαν. Πάντα αυτές θα νοσταλγείς και κρυφά θα περιμένεις αιφνίδια να ‘ρθουν για να σε καταπλήξουν. Κι ιδανικά να ‘ρθουν για να μείνουν!
Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη