Γράφει η Τάνια Αναγνώστου
Στέκομαι στην άκρη της πλατείας και περιμένω να περάσω απέναντι.
Έχει κίνηση.
Οι άνθρωποι δίπλα μου προσπερνούν βιαστικοί με βλέμμα απλανές, χαμένο στο κενό.
Μια σταγόνα από τον ουρανό πέφτει στο πρόσωπό μου και αρχίζει να κυλά, όμοια με δάκρυ.
Άρχισε να βρέχει, σκέφτομαι.
Με κινήσεις αυτόματες, συνηθισμένες ανοίγω την ομπρέλα μου για να καλυφτώ από τη βροχή, που αρχίζει να δυναμώνει όλο και πιο πολύ.
Το φανάρι γίνεται πράσινο και προχωρώ.
Στέκομαι στην άκρη της πλατείας και περιμένω να περάσω απέναντι.
Έχει κίνηση.
Οι άνθρωποι δίπλα μου προσπερνούν βιαστικοί με βλέμμα απλανές, χαμένο στο κενό.
Μια σταγόνα από τον ουρανό πέφτει στο πρόσωπό μου και αρχίζει να κυλά, όμοια με δάκρυ.
Άρχισε να βρέχει, σκέφτομαι.
Με κινήσεις αυτόματες, συνηθισμένες ανοίγω την ομπρέλα μου για να καλυφτώ από τη βροχή, που αρχίζει να δυναμώνει όλο και πιο πολύ.
Το φανάρι γίνεται πράσινο και προχωρώ.
Συνέχεια προχωράω, περπατάω, κινούμαι και τελικά που καταλήγω;
Στο ίδιο σημείο απ’όπου ξεκίνησα, φυσικά.
Είναι η ρουτίνα που από ένα σημείο και μετά σε υπνωτίζει, σε κάνει να σκέφτεσαι πιο μηχανικά, σχεδόν αυτοματοποιημένα.
Και εκεί μετά από λίγο αρχίζεις να πνίγεσαι.
Θες να απεγκλωβιστείς, να αποτινάξεις όλους τους ζυγούς από πάνω σου, αλλά δε μπορείς.Ξέρεις γιατί δε μπορείς;
Στο ίδιο σημείο απ’όπου ξεκίνησα, φυσικά.
Είναι η ρουτίνα που από ένα σημείο και μετά σε υπνωτίζει, σε κάνει να σκέφτεσαι πιο μηχανικά, σχεδόν αυτοματοποιημένα.
Και εκεί μετά από λίγο αρχίζεις να πνίγεσαι.
Θες να απεγκλωβιστείς, να αποτινάξεις όλους τους ζυγούς από πάνω σου, αλλά δε μπορείς.Ξέρεις γιατί δε μπορείς;
Γιατί όταν ζεις με γνώμονα τα πρέπει και τις φιλοδοξίες σου, ξεχνάς τα θέλω της καρδιάς σου.
Τα κρύβεις κάτω από το χαλί, βαθιά μέσα σου και δαγκώνεσαι μην τύχει και κάνεις θόρυβο και ξυπνήσουν.
Τα κρύβεις κάτω από το χαλί, βαθιά μέσα σου και δαγκώνεσαι μην τύχει και κάνεις θόρυβο και ξυπνήσουν.
Η ώρα πήγε τρεις το μεσημέρι.
Πρέπει να τρέξω να προλάβω το λεωφορείο.
Δεν πρέπει να αργήσω.
Τρέχω…
Τα τακούνια μου ηχούν δυνατά καθώς περπατώ στο πεζοδρόμιο.
Πρέπει να τρέξω να προλάβω το λεωφορείο.
Δεν πρέπει να αργήσω.
Τρέχω…
Τα τακούνια μου ηχούν δυνατά καθώς περπατώ στο πεζοδρόμιο.
Πόσο θα ‘θελα να ‘μουν τώρα στην απέραντη αγκαλιά της θάλασσας!
Να λυτρωθώ, να εξαγνιστώ, να γίνω ένα μαζί της και ν’ αφήσω όλα αυτά που με προβληματίζουν!
Παίρνω βαθιά ανάσα και συνεχίζω.
Κοιτώ κατάματα τη ζωή.
Να λυτρωθώ, να εξαγνιστώ, να γίνω ένα μαζί της και ν’ αφήσω όλα αυτά που με προβληματίζουν!
Παίρνω βαθιά ανάσα και συνεχίζω.
Κοιτώ κατάματα τη ζωή.
Ακούω τα θέλω μου, μου ψιθυρίζουν….
Υπάρχει ακόμα ελπίδα, δεν έχουν ακόμα τελειώσει όλα.
Στιγμή δεν έχουν σωπάσει, σηκώνουν φουρτούνα μέσα μου.
Είναι εκεί για να μου υπενθυμίζουν το στόχο, το όνειρο…Για να φτάσεις όμως στο όνειρο πρέπει να παλέψεις, να περάσεις από χίλια μύρια ” πρέπει”.
Υπάρχει ακόμα ελπίδα, δεν έχουν ακόμα τελειώσει όλα.
Στιγμή δεν έχουν σωπάσει, σηκώνουν φουρτούνα μέσα μου.
Είναι εκεί για να μου υπενθυμίζουν το στόχο, το όνειρο…Για να φτάσεις όμως στο όνειρο πρέπει να παλέψεις, να περάσεις από χίλια μύρια ” πρέπει”.
Το λεωφορείο έφτασε, θα προλάβω!
Στα χέρια μου κρατώ το εισιτήριο για τον δικό μου παράδεισο.
Πηγή
http://www.loveletters.gr
Πηγή
http://www.loveletters.gr