Γράφει η Σαντίνα Δεναξά
Αν με ρωτάς, ξέρω πολύ καλά από άμυνες κι επιφυλακτικότητα.
Τα έφεραν μαζί τους οι καιροί που ζούμε.
Σιδηρόφρακτοι φρουροί των προθέσεών μας ψιθυρίζουν συνεχώς θεωρίες συνωμοσίας
στ’ αυτιά μας.
Παντού νομίζουμε ότι παραμονεύουν κίνδυνοι. Κίνδυνοι εκμετάλλευσης κι απάνθρωπης συμπεριφοράς προς εμάς.
Κουμπωθήκαμε, λοιπόν, στο πανωφόρι μιας αποστασιοποιημένης καθημερινότητας
και ό, τι δεν μπορούμε να το ελέγξουμε, το πετάμε έξω από τη ζωή μας.
Έτσι, όπως αφήνουμε τα σκουπίδια στον κάδο απορριμμάτων της γειτονιάς.
Ένστικτο αυτοσυντήρησης θα το ονόμαζαν μερικοί.
Διάθεση αυτοπροστασίας κάποιοι άλλοι.
Όπως και αν το πούμε, δεν θ’ αλλάξουμε την πραγματική του μορφή και ιδιότητα.
Είναι μια φυλακή που μέσα της κλείσαμε ευαισθησίες κι επιθυμίες, τρυφερές διαθέσεις κι αθώα χαμόγελα.
Μάθαμε να συγκρατούμαστε σε καθετί αυθόρμητο, να πνίγουμε τον ενθουσιασμό,
να τον διοχετεύουμε στα κανάλια της ψυχρής λογικής μέσα από δεκάδες φίλτρα αποστείρωσης.
Και τα βράδια, όταν το σκοτάδι πέφτει μαζί με τα προσωπεία που κρύβουν την απόγνωσή μας, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την μοναξιά.
Την κερνάμε κρασί και την φιλεύουμε τους κρυφούς καημούς μας.
Ξημερωνόμαστε μαζί της καρφώνοντας το βλέμμα στο κενό.
Αναρωτιόμαστε τι πήγε λάθος κι αυτή η φωνούλα του χαμένου μας εαυτού,
του αποξενωμένου από τις ανάγκες και τα όνειρά μας, δυναμώνει παράλληλα με τις νότες της μουσικής, που μας συντροφεύουν.
Δυναμώνει και ψιθυρίζει : Μάθε ν’ αφήνεσαι.
Μάθε ν’ αφήνεσαι σ’ ένα ζεστό βλέμμα που διαπερνάει τον γκρίζο σου ουρανό.
Σ’ έναν λόγο που σταλάζει βάλσαμο στα τραύματά σου, χωρίς να ζητάς εγγυήσεις και πιστοποιητικά διαχρονικότητας.
Σ’ ένα χάδι που δροσίζει το αφυδατωμένο σου δέρμα και ξυπνά τις αισθήσεις σου.
Μάθε ν’ αφήνεσαι σ’ ένα φιλί που σαν σπίρτο θ’ ανάψει δυο σβησμένα κάρβουνα,
τα χείλη σου.
Σε μια αγκαλιά που θα νανουρίζει τους φόβους και θα θρέφει τις ελπίδες σου.
Σ’έναν έρωτα που σαν μαγικό χαλί θα σε βγάλει από την έρημη χώρα σου και θα σε ταξιδέψει σε πολιτείες, όπου τα πρωινά ακτινοβολούν γέλιο κι αισθαντικότητα και τα βράδια πυρπολούνται από πάθος και ηδονή.
Μάθε ν’ αφήνεσαι στις αλλαγές των εποχών, στις μεταβολές των καιρών,
στις διακυμάνσεις της ζωής.
Σαν το νερό γέμισε την κενότητα, όπου την συναντήσεις κι αποχαιρέτησε την λησμονή στην οποία δεν χωράς.
Μάθε ν’ αφήνεσαι στις προσπάθειες των συνανθρώπων σου να σε πλησιάσουν.
Αποδέξου χωρίς καχυποψία τα ” δώρα ” τους.
Σκέψου πως είμαστε όλοι θαμώνες στο ίδιο στέκι της μοναξιάς.
Πρωτίστως όμως, μάθε ν’αφήνεσαι στο παιδί που κρύβεται μέσα σου.
Απεγκλώβισέ το από τα ” πρέπει ” και τα ” μη ” σου.
Άφησέ το σαν περιστέρι να πετάξει ελεύθερο, χαρίζοντάς σου την πολυπόθητη ειρήνη και συμφιλίωση με τον ενήλικο εαυτό σου.
Αν με ρωτάς, ξέρω πολύ καλά από άμυνες κι επιφυλακτικότητα.
Τα έφεραν μαζί τους οι καιροί που ζούμε.
Σιδηρόφρακτοι φρουροί των προθέσεών μας ψιθυρίζουν συνεχώς θεωρίες συνωμοσίας
στ’ αυτιά μας.
Παντού νομίζουμε ότι παραμονεύουν κίνδυνοι. Κίνδυνοι εκμετάλλευσης κι απάνθρωπης συμπεριφοράς προς εμάς.
Κουμπωθήκαμε, λοιπόν, στο πανωφόρι μιας αποστασιοποιημένης καθημερινότητας
και ό, τι δεν μπορούμε να το ελέγξουμε, το πετάμε έξω από τη ζωή μας.
Έτσι, όπως αφήνουμε τα σκουπίδια στον κάδο απορριμμάτων της γειτονιάς.
Ένστικτο αυτοσυντήρησης θα το ονόμαζαν μερικοί.
Διάθεση αυτοπροστασίας κάποιοι άλλοι.
Όπως και αν το πούμε, δεν θ’ αλλάξουμε την πραγματική του μορφή και ιδιότητα.
Είναι μια φυλακή που μέσα της κλείσαμε ευαισθησίες κι επιθυμίες, τρυφερές διαθέσεις κι αθώα χαμόγελα.
Μάθαμε να συγκρατούμαστε σε καθετί αυθόρμητο, να πνίγουμε τον ενθουσιασμό,
να τον διοχετεύουμε στα κανάλια της ψυχρής λογικής μέσα από δεκάδες φίλτρα αποστείρωσης.
Και τα βράδια, όταν το σκοτάδι πέφτει μαζί με τα προσωπεία που κρύβουν την απόγνωσή μας, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την μοναξιά.
Την κερνάμε κρασί και την φιλεύουμε τους κρυφούς καημούς μας.
Ξημερωνόμαστε μαζί της καρφώνοντας το βλέμμα στο κενό.
Αναρωτιόμαστε τι πήγε λάθος κι αυτή η φωνούλα του χαμένου μας εαυτού,
του αποξενωμένου από τις ανάγκες και τα όνειρά μας, δυναμώνει παράλληλα με τις νότες της μουσικής, που μας συντροφεύουν.
Δυναμώνει και ψιθυρίζει : Μάθε ν’ αφήνεσαι.
Μάθε ν’ αφήνεσαι σ’ ένα ζεστό βλέμμα που διαπερνάει τον γκρίζο σου ουρανό.
Σ’ έναν λόγο που σταλάζει βάλσαμο στα τραύματά σου, χωρίς να ζητάς εγγυήσεις και πιστοποιητικά διαχρονικότητας.
Σ’ ένα χάδι που δροσίζει το αφυδατωμένο σου δέρμα και ξυπνά τις αισθήσεις σου.
Μάθε ν’ αφήνεσαι σ’ ένα φιλί που σαν σπίρτο θ’ ανάψει δυο σβησμένα κάρβουνα,
τα χείλη σου.
Σε μια αγκαλιά που θα νανουρίζει τους φόβους και θα θρέφει τις ελπίδες σου.
Σ’έναν έρωτα που σαν μαγικό χαλί θα σε βγάλει από την έρημη χώρα σου και θα σε ταξιδέψει σε πολιτείες, όπου τα πρωινά ακτινοβολούν γέλιο κι αισθαντικότητα και τα βράδια πυρπολούνται από πάθος και ηδονή.
Μάθε ν’ αφήνεσαι στις αλλαγές των εποχών, στις μεταβολές των καιρών,
στις διακυμάνσεις της ζωής.
Σαν το νερό γέμισε την κενότητα, όπου την συναντήσεις κι αποχαιρέτησε την λησμονή στην οποία δεν χωράς.
Μάθε ν’ αφήνεσαι στις προσπάθειες των συνανθρώπων σου να σε πλησιάσουν.
Αποδέξου χωρίς καχυποψία τα ” δώρα ” τους.
Σκέψου πως είμαστε όλοι θαμώνες στο ίδιο στέκι της μοναξιάς.
Πρωτίστως όμως, μάθε ν’αφήνεσαι στο παιδί που κρύβεται μέσα σου.
Απεγκλώβισέ το από τα ” πρέπει ” και τα ” μη ” σου.
Άφησέ το σαν περιστέρι να πετάξει ελεύθερο, χαρίζοντάς σου την πολυπόθητη ειρήνη και συμφιλίωση με τον ενήλικο εαυτό σου.