Γράφει η Ρούλα Παγιαλάκη
Ήθελε λέει τα πρωινά, που ανοίγει τα μάτια του, το πρώτο πράγμα που θα αντικρίζει, να είναι ένας καυτός πεινασμένος ήλιος.
Ήθελε λέει τα πρωινά, που ανοίγει τα μάτια του, το πρώτο πράγμα που θα αντικρίζει, να είναι ένας καυτός πεινασμένος ήλιος.
Ήθελε λέει όταν τις νύκτες που ξαπλώνει στο μαξιλάρι του ,να φεύγουν όλες οι έννοιες από το μυαλό του και να μένει μόνο η μορφή της χαραγμένη ζωγραφιά από ταγμένο χαράκτη.
Ήθελε λέει όταν οι φόβοι του χείμαρροι απλώνονται στην καρδιά του, αυτός να ακουμπά στην δική της και να ξαποσταίνει σαν παιδί που παίζει κρυφτό, μέσα στο λιοπύρι.
Ήθελε λέει όταν απλώνει το χέρι του, αυτό να ταξιδεύει στο κορμί της, σαν πειρατής ,σαν εξερευνητής ,σαν Ισπανός θαλασσοπόρος, που ψάχνει την χαμένη του στεριά για να ταφεί.
Ήθελε λέει όταν τραγουδά, όλα τα τραγούδια του να λένε τ ‘όνομά της και όλες οι νότες τους να στήνουν μεθυσμένο τρελό ,απείθαρχο χορό, μόνο για μια ματιά της.
Ήθελε λέει όταν γελά ,το γέλιο του να έχει αιτία και αφορμή ,το πείσμα και τα καμώματα της και αν χρειαστεί από μια κλωστή να κρεμαστεί η ζωή του, αυτή να ‘ναι τρίχα ,απ’ τα μαλλιά της.
Ήθελε λέει να πετά και ας είναι οι άνεμοι απέναντι του εχθρικοί, δεν έχει σημασία ,αφού για πανοπλία του φοράει τα φτερά της και μια ασημένια φορεσιά είναι η αγκαλιά της.
Ήθελε λέει να’ ναι ελεύθερος.
Ήθελε λέει να ‘ναι ζωντανός.
Ήθελε λέει να γυρνά μοναχός και να ψάχνει τον έρωτα του τον τρελό, κάθε που ήταν δειλινό κάθε που ‘χε φεγγάρι.
Πηγή
http://www.loveletters.gr
Πηγή
http://www.loveletters.gr