Από τη Βίκυ Μπάλλου
Λίγο νωρίτερα, αντίκρισες τον ήλιο να δύει κι ένιωσες να πλακώνει το μέσα σου ένα θεόρατο σκοτάδι.Τώρα διαβάζεις αυτές τις λέξεις. Είτε πλαγιάζεις στον καναπέ του σαλονιού σου, είτε βρίσκεσαι στριμωγμένος σ’ ένα μπαράκι – επειδή ήταν αγένεια να μη δεχτείς την πρόσκληση -, είτε στέκεις ανέκφραστος μέσα σε τέσσερις τοίχους, είτε υπάρχεις μ’ έναν τρόπο που εγώ ούτε καν φαντάζομαι.
Ξέρω πώς οι νύχτες είναι λίγο πιο δύσκολες για όσους πονούν, νοσταλγούν, απορούν ή λυπούνται. Γι’ αυτό, θέλω να σου κρατήσω συντροφιά, έστω και μέσα από μια οθόνη. Βάλε κρασί λοιπόν, κι έλα να πούμε δυο κουβέντες.
Δεν ξέρω σε τι οφείλεται το βάρος στο στήθος σου, απόψε· ούτε γνωρίζω τις κατάλληλες λέξεις παρηγοριάς – βλέπεις κι εγώ τις ψάχνω ακόμη.
Λίγο νωρίτερα, αντίκρισες τον ήλιο να δύει κι ένιωσες να πλακώνει το μέσα σου ένα θεόρατο σκοτάδι.Τώρα διαβάζεις αυτές τις λέξεις. Είτε πλαγιάζεις στον καναπέ του σαλονιού σου, είτε βρίσκεσαι στριμωγμένος σ’ ένα μπαράκι – επειδή ήταν αγένεια να μη δεχτείς την πρόσκληση -, είτε στέκεις ανέκφραστος μέσα σε τέσσερις τοίχους, είτε υπάρχεις μ’ έναν τρόπο που εγώ ούτε καν φαντάζομαι.
Ξέρω πώς οι νύχτες είναι λίγο πιο δύσκολες για όσους πονούν, νοσταλγούν, απορούν ή λυπούνται. Γι’ αυτό, θέλω να σου κρατήσω συντροφιά, έστω και μέσα από μια οθόνη. Βάλε κρασί λοιπόν, κι έλα να πούμε δυο κουβέντες.
Δεν ξέρω σε τι οφείλεται το βάρος στο στήθος σου, απόψε· ούτε γνωρίζω τις κατάλληλες λέξεις παρηγοριάς – βλέπεις κι εγώ τις ψάχνω ακόμη.
Ώρες-ώρες γίνονται πολύ σκληροί οι άνθρωποι, ρε γαμώτο. Σε γεμίζουν λόγια κι υποσχέσεις και στο τέλος, σε αδειάζουν· απότομα κι απόλυτα. Μανιωδώς σε κρίνουν, σου προσάπτουν λάθη, σου δωρίζουν ενοχές, μα ούτε που κουνούν το δάχτυλό τους, όταν φωνάζεις για μια αγκαλιά. Τους δίνεις τα πάντα και σου επιστρέφουν μονάχα μεγαλοπρεπή «τίποτα». Τους ανοίγεις την ψυχή σου κι εκείνοι βρίσκουν έδαφος να σπείρουν μαχαιριές. Τους ανασταίνεις και σε σκοτώνουν. Χρεώνουν τα λιγοστά χαμόγελα που σου προκάλεσαν σε υπέρογκους τόκους θλίψεων και δακρύων.
Υπόσχεσαι να παραμείνεις δυνατός και αναλλοίωτος· να συνεχίσεις να σηκώνεσαι, όσες φορές κι αν σε ρίχνουν. Μα κάποια βράδια, σαν το σημερινό, τα δάκρυα ξεχύνονται ασυγκράτητα στο πρόσωπό σου. Κουράστηκες να συλλέγεις απογοητεύσεις και να επουλώνεις πληγές. Βαρέθηκες να αναζητάς πού έχεις φταίξει. Σιχάθηκες την διπροσωπία, που κρύβουν κάποια βλέμματα. Στέρεψαν οι δικαιολογίες σου για τις Απουσίες που σε στοιχειώνουν.
Στέκεις μπροστά απ’ τον πειρασμό της ομοιογένειας. Λίγο απέχεις απ’ την απόφαση να γίνεις ίδιος μ’ εκείνους που τόσο σε τραυμάτισαν· να πετάξεις από πάνω σου ευγένειες, κι ευαισθησίες και να μετατραπείς σ’ ένα αναίσθητο ανθρωπάριο. Άλλωστε και τώρα τι κερδίζεις; Γλυκύτητα σου έταξαν, μα μόνο πίκρα σου προσφέρουν.
Μην τους κάνεις τη χάρη, σε παρακαλώ. Μην τους αφήσεις να πάρουν ό, τι πολύτιμο σιγοκαίει στην καρδιά σου. Είναι προνόμιο να μπορείς να νιώθεις όμορφα συναισθήματα – μην τους το χαρίσεις αμαχητί. Μ’ όλες σου τις πληγές φτιάξε ένα δρόμο, τον οποίο θα βαδίσεις στηριζόμενος –πια- μόνο στα πόδια σου. Μ’ όλα σου τα δάκρυα δημιούργησε έναν ωκεανό, απ’ τον οποίο θα ξεπροβάλλει ένας ήλιος. Απάντησε μ’ ευγένεια στην προσβολή, με συγχώρεση στην προδοσία και μ’ αγάπη στο μίσος.
Υπόσχεσαι να παραμείνεις δυνατός και αναλλοίωτος· να συνεχίσεις να σηκώνεσαι, όσες φορές κι αν σε ρίχνουν. Μα κάποια βράδια, σαν το σημερινό, τα δάκρυα ξεχύνονται ασυγκράτητα στο πρόσωπό σου. Κουράστηκες να συλλέγεις απογοητεύσεις και να επουλώνεις πληγές. Βαρέθηκες να αναζητάς πού έχεις φταίξει. Σιχάθηκες την διπροσωπία, που κρύβουν κάποια βλέμματα. Στέρεψαν οι δικαιολογίες σου για τις Απουσίες που σε στοιχειώνουν.
Στέκεις μπροστά απ’ τον πειρασμό της ομοιογένειας. Λίγο απέχεις απ’ την απόφαση να γίνεις ίδιος μ’ εκείνους που τόσο σε τραυμάτισαν· να πετάξεις από πάνω σου ευγένειες, κι ευαισθησίες και να μετατραπείς σ’ ένα αναίσθητο ανθρωπάριο. Άλλωστε και τώρα τι κερδίζεις; Γλυκύτητα σου έταξαν, μα μόνο πίκρα σου προσφέρουν.
Μην τους κάνεις τη χάρη, σε παρακαλώ. Μην τους αφήσεις να πάρουν ό, τι πολύτιμο σιγοκαίει στην καρδιά σου. Είναι προνόμιο να μπορείς να νιώθεις όμορφα συναισθήματα – μην τους το χαρίσεις αμαχητί. Μ’ όλες σου τις πληγές φτιάξε ένα δρόμο, τον οποίο θα βαδίσεις στηριζόμενος –πια- μόνο στα πόδια σου. Μ’ όλα σου τα δάκρυα δημιούργησε έναν ωκεανό, απ’ τον οποίο θα ξεπροβάλλει ένας ήλιος. Απάντησε μ’ ευγένεια στην προσβολή, με συγχώρεση στην προδοσία και μ’ αγάπη στο μίσος.
Δεν σου λέω πώς θα ‘ναι εύκολο. Δεν θα ‘ναι εύκολο καθόλου. Μα ίσως μέσα απ’ αυτή σου τη επώδυνη διαδρομή, να κερδίσεις το μεγαλύτερο στοίχημα· να μείνεις άνθρωπος σ’ έναν κόσμο πνιγμένο από «ανθρώπους».
Ήταν κι για μένα πολύτιμη η παρέα σου, απόψε. Είχα ανάγκη το κρασί που ήπιαμε. Θα ‘θελα να σου κάνω μια αγκαλιά, μα είναι εχθρός μου η απόσταση. Ελπίζω να πήρες λίγη δύναμη – έστω και τόση δα. Καλό σου βράδυ, λατρευτέ μου «άγνωστε».
Ήταν κι για μένα πολύτιμη η παρέα σου, απόψε. Είχα ανάγκη το κρασί που ήπιαμε. Θα ‘θελα να σου κάνω μια αγκαλιά, μα είναι εχθρός μου η απόσταση. Ελπίζω να πήρες λίγη δύναμη – έστω και τόση δα. Καλό σου βράδυ, λατρευτέ μου «άγνωστε».