Της Έλενας Κορινιώτη
Ξέχασα το σίδερο στη πρίζα; Μήπως δεν έπλυνα καλά τα πιάτα; Μήπως νομίζει ότι έμπλεξα στα άδυτα του dark web καθώς της ανακοίνωσα πως έγινα blogger; Μήπως με πέτυχε πουθενά να καπνίζω;
Κι άλλα ντροπιαστικά σενάρια που σίγουρα θα ενοχλούσαν τον ευαίσθητο ψυχισμό της. Γρήγορα και χωρίς να το πολυσκεφτώ ξεστομίζω ένα ενοχικό «Δεν το έκανα εγώ!» σηκώνοντας τα χέρια ψηλά.
Πλησιάζω, τη βλέπω να κρατά στο χέρι της ένα τσαλακωμένο χαρτί. «Α, η ΔΕΗ ήρθε; Μίλα ρε μάνα και με τρόμαξες» λέω καθώς της αρπάζω τη σελίδα απ’ το τρεμάμενο χέρι. Όχι δεν είναι η ΔΕΗ, όχι δεν είναι η εφορία, ούτε κάποιο προειδοποιητικό-απειλητικό σημείωμα τράπεζας. Αντιθέτως αυτό που αντικρίζω είναι το χαρτί κατάταξης στον στρατό.
Για ελάχιστα δευτερόλεπτα ψαχουλεύω το σώμα μου, συλλογίζομαι «Όχι, γυναίκα είμαι!». Τον ειρμό των παράλογων σκέψεων μου κόβει βίαια η φωνή της «Μας παίρνουν το παιδί.. τον λεβέντη μας..», μουρμουρίζει καθώς με κοιτάζει μ ένα βλέμμα απελπισίας. Κάπως έτσι κατακρεουργήθηκε με βάναυσο τρόπο η οικογενειακή μας γαλήνη. Πιθανολογώ πως θα επανέρθει με την απόλυση του λεβέντη μας.
Τι σημαίνει στρατός για την Ελληνίδα μάνα; Κάτι μεταξύ εξορίας, απαγωγής και φυλάκισης του σπλάχνου της σε μπουντρούμια χωρίς φαγητό, νερό και Wi-Fi. (Ειδικά αυτό το τελευταίο σε κατακερματίζει ως οντότητα, δεν το συζητώ!). Δεν εναντιώνεται ακριβώς στον όρο «στρατός» αλλά στην βίαιη απομάκρυνση του παιδιού της.
Κύριοι, μη τη παρεξηγείτε, δεν «έκανε» φαντάρος η κακομοίρα για να ξέρει! Χιλιάδες ερωτήματα σκάνε σαν κρότοι στο μυαλό της. Τι θα τρώει το παιδί; Μπορώ να του στέλνω τα ταπεράκια; Αν χαθούν τα ταπεράκια τι θα κάνω; (Είναι γνωστή η εμμονή της Ελληνίδας μάνας με τα πλαστικά σκεύη φαγητού!). Αν μου κρυώσει; Αν μου ζεσταθεί; Αν κολλήσει καμία μολυσματική ασθένεια; ΑΝ ΓΙΝΕΙ ΠΟΛΕΜΟΣ; Το τελευταίο ερώτημα ξεχειλίζει το ήδη σουρωμένο με φαρμάκι ποτήρι της. Αν πάθει κάτι το παιδάκι της, θα πεθάνει.
Ψυχραιμία! Οι πρώτες μέρες είναι δύσκολες, το άγνωστο τη σκιάζει. Εντάξει κι οι ταινίες εποχής του Πρέκα μ’ εκείνη την αξέχαστη σκηνή «Ελάτε να τα πάρετε!» που παίζουν μανιωδώς στο υποσυνείδητο της. Με τον καιρό θα αντιληφθεί πως στον στρατό δεν τρώνε λεβεντόπαιδα και πως ο κανακάρης της δεν θα κινδυνεύσει. Δεν υπάρχει κάποιος μπαμπούλας που τοποθετεί τα μικρά αγόρια στο κρεβάτι του Προκρούστη και τα βασανίζει αλύπητα.
Θα μπορεί να του τηλεφωνεί (όχι κάθε δύο λεπτά όπως θα ήθελε), θα μπορεί να τον επισκέπτεται (όχι κάθε μέρα όπως θα ήθελε). Όσο για τις παράλογες σκέψεις εύρεσής τριφασικούς βύσματος που θα μπορούσε να φέρει το καμάρι της να φυλάει το γκαράζ του σπιτιού της, ευελπιστώ πως θα τις αποβάλλει με τη πάροδο του χρόνου.
Μάλιστα, σε λίγο καιρό θα κορδώνεται σαν πέρδικα λέγοντας ότι ο γιόκας της φυλάει τα σύνορα όλο καμάρι και χαμόγελα! Θα είναι το πρώτο θέμα συζήτησης στα οικογενειακά τραπέζια. Θα δακρύζει όταν τον βλέπει με στολή. (Τέτοιο καμάρι είχε να νιώσει από την παιδική εποχή που τον είχε ντύσει σταυροφόρο).
Θα μετράει τις μέρες αντίστροφα. Θα προσπαθεί να του δίνει κουράγιο και να κάνει υπομονή. Κι όταν με το καλό γυρίσει θα γίνει το κεφάλι της καζάνι από τις χιλιάδες ιστορίες του στρατού που θα ακούει από τα χείλη του γιου της.
«Μάνα, έφυγα κι εγώ για σπουδές αλλά δεν είδα να αντιδράς τόσο απελπισμένα!» μουρμουρίζω καθώς της τοποθετώ το χαρτί στη παλάμη της -εκείνη στέκει βαλσαμωμένη υποθέτω αρκετή ώρα-.
«Εσένα παιδί μου δεν σε φοβάμαι, είσαι γυναίκα, επιβιώνεις παντού!» είπε γελώντας και συνέχισε να μετρά τη πίεση της…
Πηγές: diaforetiko.gr / metaximas.org
Πηγή
https://www.truelife.gr